Η Ιστορία του Ελληνικού Δημοτικού τραγουδιού
Η Ιστορία του Ελληνικού Δημοτικού τραγουδιού
του Δρ. Χαράλαμπου Γκούβα (*)
Ελληνική Περίληψη: Η Ελληνική μουσική έχει μιά διαχρονικότητα από την αρχαία Ελλάδα. Αυτό το αποδεικνύουν οι αναπαραστάσεις σε αρχαία αγγεία, που δείχνουν οργανοπαίκτες, τραγουδιστές και χορευτές. Διαζώζονται επίσης στα Μουσεία μας, αρχαία μουσικά όργανα, όπως ο αυλός, η λύρα, η ύδραυλις, αλλά και επίσης περγαμηνές με τραγούδια. Η Ελληνική λέξη "Τραγούδι" προέρχεται από τις λέξεις "Ωδές Τράγων" και σημαίνει αδόμενο λυρικό ποίημα. Το αρχαίο ελληνικό τραγούδι εμπλουτίσθηκε κατά την Ρωμαϊκή περίοδο και αργότερα κατά την Βυζαντινή περίοδο. Την τελική του μορφή πήρε κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Θεωρείται ότι το λεγόμενο "Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι" διατρέχει μιά χρονική περίοδο, από το 1500 έως το 1970, οπότε και λήγει η δημιουργία του. Χρυσή εποχή δημιουργίας δημοτικών Ελληνικών τραγουδιών θεωρείται ο 19ος αιώνας και οι αρχές του 2ού αιώνα. Εκτοτε άρχισε η φθίνουσα πορεία της ποιμενικής και γεωργικής ζωής. Επίσης άρχισε η αστυφιλία και οι εισρροές ξένων μουσικών προτύπων, όπως η οπερέτα, η κλασσική μουσική, το ρεμπέτικο, το ρόκ, η πόπ, η σάμπα, το μάμπο, το τάνγκο, η τζάζ, κλπ. Σήμερα η Ελληνική μουσική διαθέτει όλα τα είδη της παγκόσμιας μουσικής, αλλά αυτό που δονεί το συναίσθημα των Ελλήνων είναι η Παραδοσιακή Δημοτική Μουσική. Δρ. Χαράλαμπος Γκούβας
English Summary: The Greek music has a long history starting from ancient Greece. This is evidenced by the representations in ancient vessels, showing instrumentalists, singers and dancers. In our museums, exist ancient musical instruments such as the avlos (flute), the lyre, the hydraulis, and also parchments with songs are also disseminated. The Greek word "Tragoudi" (=song, same origin of tragedy) derives from the words «Ode of Billy goats» and means an inherent lyrical poem. The ancient Greek song was enriched during the Roman period and later during the Byzantine period. Its final form took place during the Ottoman Empire. It is believed that the so-called "Greek Folk Song" runs for a period of time, from 1500 to 1970, when its creation ends. The golden age of the creation of Greek folk songs is considered the 19th century and the beginning of the 20th century. Since then, the declining course of pastoral and agricultural life has begun. Also began the encampment and the influx of foreign musical standards such as operetta, classical music, rebetiko, rock, pop, samba, mambo, tango, jazz, etc. Today Greek music includes all kinds of the world music, but what drives the feeling of the Greeks is Traditional Folk Music. Dr. Harry Gouvas
Το Ελληνικό παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι είναι η πλέον γνήσια έκφραση του συναισθηματικού κόσμου του λαού μας και εμπεριέχει την τριάδα λόγος, μουσική και χορός. Ετυμολογικά, στα αρχαία Ελληνικά ‘’τραγωδός’’ είναι ο ψάλλων ωδές τράγων, ‘’τραγωδία’’ είναι δραματικό και λυρικό έργο, και μεσαιωνικά ‘’τραγούδιν’’, είναι το αδόμενο ποίημα. (Εγκυκλοπαίδεια Δομή). Το δημοτικό τραγούδι που οι ρίζες του είναι πολύ βαθειές, από την αρχαία Ελλάδα, πέρασε από πολλές φάσεις εξέλιξης.
Πως δημιουργείται όμως ένα δημοτικό τραγούδι; Προφανώς, στην αρχή κάποιος προικισμένος άνθρωπος συνθέτει τους αρχέγονους στίχους και την αρχική μουσική, και το δημιούργημα - περνώντας από στόμα σε στόμα - αποκτά την τελική του μορφή διαχρονικά. «Ο λαός τελικά απεργάζεται την τελικήν μορφήν των δημοτικών ασμάτων» (Νικόλαος Γ. Πολίτης).
Η πρώτη έκδοση δημοτικών τραγουδιών στην Ελλάδα, είναι η «Πανδώρα» του μετέπειτα Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαου Πολίτη (1852-1921) του έτους 1866 με Μανιάτικα τραγούδια την οποία εξέδωσε σε ηλικία 14 ετών! Η σημαντικότερη όμως έκδοσή του είναι το βιβλίο «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού» του έτους 1914, στό οποίο τα κατατάσσει στις εξής κατηγορίες: Ιστορικά, Κλέφτικα, Ακριτικά, Παραλογές, Τραγούδια της Αγάπης, Νυφιάτικα, Νανουρίσματα, Κάλαντα, Βαϊτικα, Ξενιτιάς, Μοιρολόγια, Μοιρολόγια του Χάρου, Γνωμικά, Εργατικά, Βλάχικα, και Περιγελαστικά. («Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», Εκδοτική Αθηνών)
Ομως, πρωτοπόρος και σημαντικός μελετητής της προέλευσης των Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών θεωρείται ο Γάλλος ρομαντικός Claude Fauriel (Κλαύδιος Φωριέλ) ο οποίος έκανε μια σοβαρότατη μελέτη με τίτλο «Chants Populaires de La Grece Moderne», Tόμος Ι και ΙΙ, Παρίσι έκδοση 1824 και 1825. Ο Fauriel συνάντησε τις λέξεις ‘’τραγούδι’’ και ‘’τραγουδώ’’ μέχρι και στον 8ο μΧ αιώνα και διατύπωσε την υπόθεση ότι το δημοτικό τραγούδι είναι εξέλιξη της αρχαίας μουσικής της κλασσικής Ελλάδας. Την υπόθεση αυτή υιοθέτησε και ο μελετητής Στίλπων Κυριακίδης ο οποίος συνέλεξε αποδεικτικά στοιχεία με τα οποία φαίνεται ότι το δημοτικό τραγούδι συνδέεται αν όχι με την κλασσική Ελλάδα τουλάχιστον με τα Ρωμαϊκά χρόνια. Κατά τον Στίλπωνα Κυριακίδη «ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, που αποτελεί τον κύριο στίχο του δημοτικού τραγουδιού κατάγεται από τον αρχαίο ιαμβικό καταληκτικό τετράμετρο». (Εγκυκλοπαίδεια Δομή).
Σε ένα πολυσέλιδο κεφάλαιο για το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι, στην «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», ταξινομούνται τα δημοτικά τραγούδια σε δυό κατηγορίες: Τραγούδια που «πλαισιώνουν μια πράξη» και τραγούδια που μόνα τους «αποτελούν μία πράξη». Στην πρώτη κατηγορία είναι λχ τα τραγούδια του γάμου, τα τραγούδια του θερισμού, τα μοιρολόγια, τα κάλαντα, κλπ. Στη δεύτερη κατηγορία είναι το πανηγύρι, τα τραγούδια της τάβλας, κλπ.
Όπως είναι φυσικό, ο στίχος των δημοτικών τραγουδιών ακολουθεί τις ιστορικές εξελίξεις και τα κοινωνικά δρώμενα της κάθε εποχής. Πρακτικά το δημοτικό τραγούδι είναι ο ενδιάμεσος συνδετικός κρίκος ανάμεσα στη Βυζαντινή μουσική παράδοση και το σύγχρονο εμπορικό αστικό τραγούδι του εικοστού αιώνα.
Αν ανατρέξουμε στην πρόσφατη μουσικής ιστορία της Ελλάδας, θα δούμε ότι τα αρχέγονα «ακριτικά τραγούδια» καταλαμβάνουν χρονικά την περίοδο από τον 9ο έως τον 14ο αιώνα ενώ το γνωστό «παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι» καλύπτει μια χρονική περίοδο τουλάχιστον τεσσάρων αιώνων φτάνοντας μέχρι την πρόσφατη μεταπολεμική περίοδο (15ος έως 20ός αιώνας, 1600-1945). Από το 1945-1970 είχαμε κάποια παραγωγή αυθεντικών δημοτικών τραγουδιών, που είχαν θεματολογία την γεωργική και ποιμενική ζωή. Από το έτος 1970 και πλέον, δεδομένης της αστυφιλίας και της μετανάστευσης, οποιαδήποτε μουσική παραγωγή δήθεν «δημοτικών τραγουδιών» είναι και εκτός θεματολογίας δημοτικού τραγουδιού και αισθητικώς απαράδεκτη («θα στο φαρμακώσω το σκυλάκι σου», «ηρθε μιά βλάχα από το χωριό σστήν ξελογιάστρα Αθήνα», πανηγυριώτικα δημοτικά, οριεντάλ δημοτικά, αστικά δημοτικά, βλαχο ρόκ δημοτικά, κλπ). Συνεπώς το δημοτικό τραγούδι έχει χρονικό ορίζοντα από το 1400-1970 και τέλος!
Το παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι σε όλες τις μορφές του (ηπειρώτικο, ρουμελιώτικο, τσάμικο, θρακιώτικο, κρητικό, μωραίτικο, νησιώτικο, κλπ) ψυχαγώγησε γενιές και γενιές Ελλήνων στην καθημερινή τους ζωή, στις χαρές και τις λύπες τους.
Στην περίοδο της Οθωμανικής κατοχής, το δημοτικό τραγούδι συχνά ήταν κοινό μέσο ψυχαγωγίας για τους υπόδουλους Ελληνες αλλά και για τους Οθωμανούς ή Αρβανίτες συντοπίτες τους. Οσο για την περίοδο της Επανάστασης του 1821, το παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι δεν εξετέλεσε απλώς ψυχαγωγικό ρόλο, αλλά και υπηρέτησε πιστά τα ιστορικά γεγονότα και τη λαογραφία, καταγράφοντας γεγονότα, συναισθήματα, πρόσωπα, ήθη και έθιμα.
Τα βασικά μουσικά όργανα του αρχικού δημοτικού τραγουδιού ήταν τα εξής: Η πίπιζα, το βιολί, το λαούτο και το ντέφι. Περί το 1835 προστέθηκε το κλαρίνο (κλαρινέτο), το οποίο από τους Γάλλους εισήλθε στις στρατιωτικές μπάντες των Οθωμανών, από εκεί στους τσιγγάνους (γύφτους) και σταδιακά εξαπλώθηκε σε όλη τη στερεωτική Ελλάδα, πλήν των νησιών.
Το κλαρίνο (Clarinet διεθνώς), ως πνευστό λαϊκό μουσικό όργανο έρχεται στην Ελλάδα από την Τουρκία με τους «Τουρκόγυφτους», γύρω στα 1835 μΧ, αλλά και μέσω των Οθωμανικών στρατιωτικών συγκροτημάτων. Άλλη άποψη λέει, ότι ήρθε από την Ευρώπη μέσω των φιλαρμονικών των Ιονίων νήσων, Κέρκυρα, Ζάκυνθος, Λευκάδα, περί το έτος 1780 μΧ. Πρωτοεμφανίζεται στην Ήπειρο, και στη δυτική Μακεδονία, απ' όπου και προχωρεί προς τη Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο. Μαζί, αρχικά με το βιολί και το λαούτο και αργότερα και με το σαντούρι, αποτελούν την κομπανία, το κατεξοχήν λαϊκό μουσικό σχήμα που αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζυγιά (= ζεύγος μουσικών οργάνων), νταούλι - ζουρνά και τη φλογέρα. Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται το κλαρίνο, γύρω στα 1835, το δημοτικό τραγούδι έχει σχεδόν κλείσει ουσιαστικά το δημιουργικό του κύκλο. Χάρη στις μεγαλύτερες τεχνικές και εκφραστικές του δυνατότητες σε σύγκριση με το ζουρνά, που σταδιακά παραμερίζεται από το κλαρίνο, παίρνει γρήγορα την πρώτη θέση ανάμεσα στα μελωδικά όργανα. Αναγνωρίζεται ως εθνικό όργανο και στα χέρια άξιων μουσικών γίνεται το κατεξοχήν εκφραστικό μουσικό εργαλείο στην ηπειρωτική Ελλάδα, ιδίως στην Ήπειρο και Στερεά Ελλάδα.
Στην ιστορία της δημοτικής δισκογραφίας, θεωρούνται ως οι πρυτάνεις του κλαρίνου οι Νίκος Καρακώστας, Κίτσος Χαρισιάδης, Βασίλης Σούκας, Αναστάσιος (Τάσος) Χαλκιάς, Βασίλης Σαλέας (σήμερα είναι τόπ εκτελεστής ο γιός του), Ιωάννης Βασιλόπουλος (σήμερα είναι τόπ εκτελεστής ο γιός του), οΠέτρος Χαλκιάς (Πετρολούκας), Ηλίας Καψάλης και οι Πρεβεζάνοι Νίκος Τζάρας, Βασίλης Μπεσίρης (Τουρκοβασίλης), και αργότερα ο σύγχρονος Ιωάννης Βασιλειάδης, και ο Μικρασιάτης Ιωάννης Χαρισιάδης. Αλλοι σημαντικοί κλαρινίστες εποχής 1925-1950 είναι οι , Απόστολος Σταμέλος, Γ. Κυριακάτης, Κώστας Γιαούζος, Νίκος Ρέλλιας, Γιώργος Ανεστόπουλος, Χαράλαμπος Μαργέλης, Χρήστος Μαργέλης, Βάιος Μαλλιάρας, Παναγιώτης Κοκοντίνης, Ιάκωβος Ηλίας, κλπ.
Το πρώτο κλαρίνο ιδιοκτησίας Τάσου Χαλκιά, έτους 1906, του Γαλλικού οίκου Buffet από ξύλο εβένου και ασημένια πλήκτρα, το οποίο του αγόρασε η μητέρα του από «γύφτο» δίνοντας 4 κατσίκια, βρίσκεται στη συλλογή του ιδρύματος «Μουσείο Τεχνών και Επιστημών Ηπείρου». Βιβλιογραφία: Αράπη Μαρία: «Το κλαρίνο στην ‘Ηπειρο», εφημερίδα τα Τζουμέρκα, Μάϊος 2009. Τριάντης Βασίλειος: «Η δημοτική μουσική στην Πρέβεζα, 1930-1960», διπλωματική εργασία. Μουσείο Τεχνών και Επιστημών: Αρχεία. Δέσποινα Μαζαράκη: «Το λαϊκό κλαρίνο στην Ελλάδα», εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1984. Γεώργιος Χρονάς: «Τάσος Χαλκιάς Θύμησες και σημειώσεις», Αθήνα 1986.
Δυστυχώς πρό της εφεύρεσης της δισκογραφίας είναι ελάχιστα τα στοιχεία που διαθέτουμε γιά υψηλού επιπέδου τραγουδιστές δημοτικής μουσικής. Ετσι σήμερα ξεχωρίζουμε τον Αλέκο Κιτσάκη («Το αϊδόνι της Ηπείρου»), τη Σοφία Κολλητήρη, τον Στέλιο Καζαντζίδη, την Ειρήνη Κονιτοπούλου Λεγάκη, τη Φιλιώ Πυργάκη, τον Χρόνη Αηδονίδη, το Νίκο Ξυλούρη, τον Αντώνη Κυρίτση, τον Τάκη Καρναβά, κλπ
Μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα (1800-1900) το δημοτικό τραγούδι ήταν ήδη το κύριο μουσικό είδος που κυριαρχούσε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ηδη όμως από τις αρχές του 20ού αιώνα (1900-2000) άρχισε η σταδιακή εισβολή ξένων μουσικών προτύπων, από την Ιταλία, τη Γαλλία, και Γερμανία, πρότυπα τα οποία γρήγορα υιοθέτησε αισθητικά η τότε ανερχόμενη υποτυπώδης Αθηναϊκή αστική τάξη (οπερέτα, κλασσική μουσική, σάμπα, μάμπο, ταγκό, κλπ).
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922) εισήλθε στην Ελλάδα διστακτικά και με πολλές δυσκολίες το Σμυρνέϊκο και το Ρεμπέτικο τραγούδι, το οποίο σε αντίθεση με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα, αρχικά εισχώρησε και εδραιώθηκε στις χαμηλές οικονομικές τάξεις, αλλά από το 1960 εισήλθε σταδιακά και «στα σαλόνια» χάρις στον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Μανώλη Χιώτη, τον Μάνο Χατζηδάκη και τον Μίκη Θεοδωράκη. Κατά μία άποψη, το είδος αυτό των τραγουδιών αποτελεί συνέχεια της δημοτικής μουσικής παράδοσης της Μικράς Ασίας. Η μορφή όμως του ρεμπέτικου τραγουδιού έτσι όπως εισήλθε στην Ελλάδα, ήταν εντελώς διαφορετική από το αντίστοιχο Ελληνικό Δημοτικό τραγούδι της εποχής εκείνης.
Μεταγενέστερα (1950-1975), πέραν της ανοδικής πορείας του λαϊκού και ελαφρού τραγουδιού, είχαμε και αθρόα εισαγωγή άλλων μουσικών προτύπων από τις ΗΠΑ (πόπ, ρόκ, τζάζ, λάτιν, μάμπο, σάμπα, τάγκο, κλπ), την Ευρώπη αλλά και κλεμένες μουσικές φόρμες από την Ινδία (πχ. Μαντουβάλα, Ζιγκουάλα, κλπ), αλλά και από τις Αραβικές χώρες (Gelmeden, Υa Ha Bi Bi, Rampi Rampi Mashalah, Misirlou).
Το εξελιγμένο και ποιοτικό πιά Ελληνικό λαϊκό τραγούδι, είχε τέτοια απήχηση σχεδόν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα με αποτέλεσμα να εξοβελίσει σε συνεργασία με τα εισαγόμενα είδη, παντελώς το Ελληνικό παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι από την καθημερινή ψυχαγωγία. Για τους αστούς Ελληνες πλέον, και ιδίως για την διεθνοποιούμενη νεολαία, το δημοτικό τραγούδι παρέμεινε μια «φιγούρα επαρχιώτικη», μια «μουσική των βλάχων» που είχε να κάνει μόνο με τα πανηγύρια, τους γάμους, το Πάσχα, και τις συνεστιάσεις συλλόγων. Η τότε (1970 και μετά) Ελληνική νεολαία άρχισε να διακόπτει σταδιακά και απαξιωτικά τη σχέση της με το παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι, με ελάχιστη εξαίρεση, τα παιδιά που συμμετείχαν σε παραδοσιακά χορευτικά ή μουσικά συγκροτήματα πολιτιστικών συλλόγων - κατά κανόνα – με τη μέριμνα των γονέων τους.
Μετά τη μεταπολίτευση του 1975, είχαμε περαιτέρω αύξηση της εισρροής πολυποίκοιλων μουσικών ειδών από το εξωτερικό και αναπαραγωγή τους από Ελληνες μουσικούς, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός πλέγματος από μουσικές φόρμες που επέφεραν πλέον τη χαριστική βολή στο δημοτικό τραγούδι. Παράλληλα είχε έξαρση το λεγόμενο «πολιτικό λαϊκό τραγούδι» και σταδιακά το «έντεχνο λαϊκό τραγούδι».
Ηδη από τη δεκαετία του 1980, σπάνια πλέον υπάρχει ραδιοφωνική μετάδοση δημοτικών τραγουδιών από το κρατικό ραδιόφωνο πανελλήνιας εμβέλειας. Εξακολουθεί να μεταδίδεται μέχρι και σήμερα σε τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, και ευτυχώς συχνά παρουσιάζονται δημοτικά μουσικά και χορευτικά συγκροτήματα από τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Σταδιακά και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες νέων Ελλήνων συνθετών και εκτελεστών που προσπάθησαν να το επαναφέρουν, ενσωματώνοντας λαϊκά παραδοσιακά όργανα στις συνθέσεις τους (κλαρίνο, λαούτο, σαντούρι, βιολί, κλπ), τα αποτελέσματα ήταν μάλλον πενιχρά.
Δυστυχώς στις μέρες μας κυριαρχούν Ελληνικά εμπορικά μουσικά πρότυπα, που θα τα περιγράφαμε σαν ένα μίγμα παραδοσιακής Ελληνικής δημοτικής μουσικής με ανατολίτικες επιδράσεις (oriental) και ρυθμό ντίσκο-ρόκ. Φωτεινή εξαίρεση βέβαια είναι οι σποραδικές προσπάθειες μεμονωμένων συνθετών που προσπαθούν να συνδυάσουν το έντεχνο λαϊκό τραγούδι με παραδοσιακές φόρμες από τη δημοτική μας παράδοση, όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος. Σύμφωνα με τον Στέλλιο Ελληνιάδη (Ελευθεροτυπία, 2002) ‘’το μεγάλο κακό συντελείται στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, όπου ενώ το κοινό ανεξαρτήρτως ηλικίας επιβάλλει ορισμένες φορές τα δημοτικά τραγούδια, γιατί τα αγαπάει και τα χορεύει, οι τραγουδιστές τα ερμηνεύουν απρόσωπα και μίζερα με τυποποιημένες ορχήστρες που τους αλλάζουν τον αδόξαστο! ‘’
Θα λέγαμε τελικά ότι η διάσωση του παραδοσιακού δημοτικού τραγουδιού έγινε εφικτή είτε από τους λίγους ερευνητές συγγραφείς, είτε από τους πολιτιστικούς Συλλόγους που δρούν ανά την Ελληνική Επικράτεια. Ενας τέτοιος σύλλογος είναι και η λέσχη «Βερενίκη» της Πρέβεζας, η οποία και έχει την τιμή να εκδώσει το παρόν βιβλίο.
Αξίζει όμως μια τέτοια τύχη στο Ελληνικό δημοτικό τραγούδι; Του αξίζει δηλαδή μια σταδιακή εξαφάνιση με αποτέλεσμα σε λίγα χρόνια να αποτελεί πλέον είδος αρχειακής μελέτης μόνο στα ΤΕΙ και στα Πανεπιστήμια; Και αν όχι, γιατί θα πρέπει να διασωθεί;
Οι ειδικοί λένε, ότι επειδή το αισθητικό κριτήριο είναι υποκειμενικό, ένας αντικειμενικός τρόπος για να αποδειχθεί η ποιότητα ενός καλλιτεχνικού έργου είναι η διαχρονικότητά του. Αλάνθαστος κριτής της ποιότητας στην Τέχνη είναι ο χρόνος. Με το θεώρημα αυτό αποδεικνεύεται αυτοδίκαια, ότι τα πλέον ποιοτικά είδη μουσικής στον κόσμο είναι προς το παρόν τουλάχιστον η συμφωνική μουσική και η παραδοσική δημοτική μουσική των λαών (Ethnic). Εξ άλλου η λέξη pop προέρχεται από το popular = λαϊκός, δημοτικός.
Η Ελληνική δημοτική παραδοσιακή μουσική είναι το πιο τέλειο κι άψογο δημιούργημα της ανώνυμης λαϊκής ψυχής. Τόσο η μουσική σύνθεση των παραδοσιακών δημοτικών τραγουδιών όσο και οι στίχοι τους, γράφτηκαν κατά κανόνα από ταλαντούχους ανώνυμους συνθέτες και στιχουργούς (δεν διασώθηκαν τα ονόματά τους) ενίοτε όμως οι στίχοι ανήκουν και σε επώνυμους. Είναι δύσκολη η οριοθέτηση ανάμεσα σε ένα στιχουργό και ένα ποιητή. Πολλά από τα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια διασκευάσθηκαν στους στίχους τους εκατοντάδες φορές διαχρονικά, γι’ αυτό και διασώζονται πολλές παραλλαγές τους. Παράλληλα, από χέρι σε χέρι οι πρόγονοί μας βιρτουόζοι οργανοπαίκτες βελτίωσαν συνεχώς τις μουσικές συνθέσεις των δημοτικών τραγουδιών, με αποτέλεσμα να απορεί κανείς, πως συντέθηκαν ορισμένα μουσικά αριστουργήματα, από αυτοδίδακτους ανθρώπους χωρίς μουσικές σπουδές. Είναι απλό. Βελτιώθηκαν με το χρόνο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αριστουργηματικών συνθέσεων δημοτικών τραγουδιών, που ειλικρινά σε κάνουν να δακρύζεις, είναι ο «Ηλιος», η «Γενοβέφα», ο «Σκάρος», το «Πρεβεζάνικο Φισούνι», το «Τζουμέρκα μου περήφανα», το «Ασπρο τριαντάφυλλο κρατώ», «Οι Κλέφτες», τα «Παιδιά της Σαμαρίνας», η «Παπαλάμπραινα», το «Δέλβινο και Τσαμουριά», το «Καπέσοβο», η «Κυρα φροσύνη», το «Σεργιάνι στήν Εβραϊκή», το «Αρχοντόπουλο», η «Μπαζαρκάνα», ο «Σελήμ-Μπέης», το «Αρμενάκι», «Στης Πικροδάφνης τον Ανθό», «Μαντζουράνα», τα «Νησιώτικα», κλπ.
Ο λαϊκός μας ποιητής θα τραγουδήσει στις περισσότερες εκδηλώσεις της ζωής του, με τα πιο απλά κι ωραία χρώματα, με τα πιο απέριττα και λιτά λόγια, με δωρική ομορφιά και θα τη συνδέσει με όλες τις εναλλαγές της ζωής του και με όλα τα γεγονότα που τον συγκλόνισαν και τον έκαμαν να αισθανθεί και να γευτεί τη χαρά και τη λύπη. Οι στίχοι των παραδοσιακών δημοτικών τραγουδιών έχουν σημαντική ιστορική αξία, γιατί περιγράφουν και μας διασώζουν πληροφορίες σχετικές με τα εξής:
• Γλωσσολογία: Λέξεις, φράσεις, ιδιωματισμοί, διαφορετικών εποχών που σήμερα δεν χρησιμοποιούνται πλέον. Πχ. Μπαζαρκάνα= τσαχπίνα. Μπιτόλια = Bitola, Μοναστήρι, πόλη της FYROM, Μπεόπουλο= Ο γιός του Μπέη, κλπ
• Λαογραφία - Καθημερινή ζωή: Ηθη, έθιμα, τρόπος εργασίας, ζωή στο βουνό, κτηνοτροφικό επάγγελμα, ξενιτιά, κλπ
• Ιστορία: Ιστορικά γεγονότα, ονόματα ηρώων, ηρωϊκές πράξεις του απελευθρωτικού αγώνα αναντίον των Οθωμανών, κλπ.
• Βιολογία: Τα βιολογικά φαινόμενα, τη γέννηση, τα νειάτα, το γάμο, τα γηρατειά, το θάνατο (μοιρολόϊ),
• Ενδυματολογία: Ενδυμασίες, καθημερινές ή επίσημες γιορταστικές .
• Τεχνολογία και Λαϊκή Τέχνη: Ονομασίες από σκεύη, καθημερινά αντικείμενα, εργαλεία εργασίας, κλπ.
• Γεωγραφία, Οικολογία, Φυσικά φαινόμενα: Τοπία, βουνά, λίμνες, ποτάμια, χλωρίδα και πανίδα της Ελληνικής φύσης, κεραυνοί, καταιγίδες, χιόνια, κλπ. Τα δημοτικά τραγούδια διακρίνονται για ένα θαυμασμό στο μεγαλείο της φύσης.
• Κοινωνιολογία: Συναισθήματα και γενικά τον τρόπο καθημερινής ζωής των ανθρώπων.
• Ερωτας: Τα δημοτικά παραδοσιακά τραγούδια εξυμνούν πάντα τον υγιή έρωτα και ουδέποτε το αρρωστημένο ερωτικό πάθος όπως συμβαίνει με τα σύγχρονα αστικά εμπορικά τραγούδια, του νεοπλουτισμού και του καταναλωτισμού.
Είναι ατελείωτη η επιχειρηματολογία της αξίας διατήρησης των Ελληνικών παραδοσιακών δημοτικών τραγουδιών. Οι έχοντες ασχοληθεί με όλα τα είδη τραγουδιού (δημοτικό, ρεμπέτικο, λαϊκό, έντεχνο, πόπ, ρόκ, τζάζ, έθνικ, ηλεκτρονική, κλασσική, κλπ) πιστεύουν και διατυπώνουν συχνά την άποψη ότι η εμπορική κυριαρχία άχαρων μουσικών συνθέσεων σήμερα, είναι αφ ενός μέν απαράδεκτη αισθητικά και αφ ετέρου δεν τιμά την πλούσια πολιτιστική παράδοση της Ελλάδας. Ηδη η χώρα μας έχει δεχθεί γιγαντιαία αλλοτρίωση στο θέμα της γλώσσας. Ας μην επιτρέψουμε να συμβεί τό ίδιο με τη μουσική. Μόνο όταν διατηρήσουμε μέσα μας αλώβητα τα λαϊκά μας στοιχεία, που είναι όργανα λειτουργίας της ίδιας μας της ζωής και της εθνικής μας αυτογνωσίας, θα μπορέσουμε να κρατηθούμε και να συνεχίσουμε την πορεία μας σαν λαός. Αλλιώς θα γίνουμε ένα ασήμαντο κρατίδιο μέσα στή δίνη της παγκοσμιοποίησης.
(*) Ο Δρ. Χαράλαμπος Γκούβας, είναι ιατρός Ορθοπεδικός χειρουργός τραυματολόγος, διδάκτωρ Πενεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας, ιδρυτής του Μουσείου Τεχνών και Επιστημών Ηπείρου και από τα ιδρυτικά μέλη της λέσχης «Βερενίκη». Παίζει ερασιτεχνικά κλαρίνο από το 1982.
του Δρ. Χαράλαμπου Γκούβα (*)
Ελληνική Περίληψη: Η Ελληνική μουσική έχει μιά διαχρονικότητα από την αρχαία Ελλάδα. Αυτό το αποδεικνύουν οι αναπαραστάσεις σε αρχαία αγγεία, που δείχνουν οργανοπαίκτες, τραγουδιστές και χορευτές. Διαζώζονται επίσης στα Μουσεία μας, αρχαία μουσικά όργανα, όπως ο αυλός, η λύρα, η ύδραυλις, αλλά και επίσης περγαμηνές με τραγούδια. Η Ελληνική λέξη "Τραγούδι" προέρχεται από τις λέξεις "Ωδές Τράγων" και σημαίνει αδόμενο λυρικό ποίημα. Το αρχαίο ελληνικό τραγούδι εμπλουτίσθηκε κατά την Ρωμαϊκή περίοδο και αργότερα κατά την Βυζαντινή περίοδο. Την τελική του μορφή πήρε κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Θεωρείται ότι το λεγόμενο "Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι" διατρέχει μιά χρονική περίοδο, από το 1500 έως το 1970, οπότε και λήγει η δημιουργία του. Χρυσή εποχή δημιουργίας δημοτικών Ελληνικών τραγουδιών θεωρείται ο 19ος αιώνας και οι αρχές του 2ού αιώνα. Εκτοτε άρχισε η φθίνουσα πορεία της ποιμενικής και γεωργικής ζωής. Επίσης άρχισε η αστυφιλία και οι εισρροές ξένων μουσικών προτύπων, όπως η οπερέτα, η κλασσική μουσική, το ρεμπέτικο, το ρόκ, η πόπ, η σάμπα, το μάμπο, το τάνγκο, η τζάζ, κλπ. Σήμερα η Ελληνική μουσική διαθέτει όλα τα είδη της παγκόσμιας μουσικής, αλλά αυτό που δονεί το συναίσθημα των Ελλήνων είναι η Παραδοσιακή Δημοτική Μουσική. Δρ. Χαράλαμπος Γκούβας
English Summary: The Greek music has a long history starting from ancient Greece. This is evidenced by the representations in ancient vessels, showing instrumentalists, singers and dancers. In our museums, exist ancient musical instruments such as the avlos (flute), the lyre, the hydraulis, and also parchments with songs are also disseminated. The Greek word "Tragoudi" (=song, same origin of tragedy) derives from the words «Ode of Billy goats» and means an inherent lyrical poem. The ancient Greek song was enriched during the Roman period and later during the Byzantine period. Its final form took place during the Ottoman Empire. It is believed that the so-called "Greek Folk Song" runs for a period of time, from 1500 to 1970, when its creation ends. The golden age of the creation of Greek folk songs is considered the 19th century and the beginning of the 20th century. Since then, the declining course of pastoral and agricultural life has begun. Also began the encampment and the influx of foreign musical standards such as operetta, classical music, rebetiko, rock, pop, samba, mambo, tango, jazz, etc. Today Greek music includes all kinds of the world music, but what drives the feeling of the Greeks is Traditional Folk Music. Dr. Harry Gouvas
Το Ελληνικό παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι είναι η πλέον γνήσια έκφραση του συναισθηματικού κόσμου του λαού μας και εμπεριέχει την τριάδα λόγος, μουσική και χορός. Ετυμολογικά, στα αρχαία Ελληνικά ‘’τραγωδός’’ είναι ο ψάλλων ωδές τράγων, ‘’τραγωδία’’ είναι δραματικό και λυρικό έργο, και μεσαιωνικά ‘’τραγούδιν’’, είναι το αδόμενο ποίημα. (Εγκυκλοπαίδεια Δομή). Το δημοτικό τραγούδι που οι ρίζες του είναι πολύ βαθειές, από την αρχαία Ελλάδα, πέρασε από πολλές φάσεις εξέλιξης.
Πως δημιουργείται όμως ένα δημοτικό τραγούδι; Προφανώς, στην αρχή κάποιος προικισμένος άνθρωπος συνθέτει τους αρχέγονους στίχους και την αρχική μουσική, και το δημιούργημα - περνώντας από στόμα σε στόμα - αποκτά την τελική του μορφή διαχρονικά. «Ο λαός τελικά απεργάζεται την τελικήν μορφήν των δημοτικών ασμάτων» (Νικόλαος Γ. Πολίτης).
Η πρώτη έκδοση δημοτικών τραγουδιών στην Ελλάδα, είναι η «Πανδώρα» του μετέπειτα Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαου Πολίτη (1852-1921) του έτους 1866 με Μανιάτικα τραγούδια την οποία εξέδωσε σε ηλικία 14 ετών! Η σημαντικότερη όμως έκδοσή του είναι το βιβλίο «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού» του έτους 1914, στό οποίο τα κατατάσσει στις εξής κατηγορίες: Ιστορικά, Κλέφτικα, Ακριτικά, Παραλογές, Τραγούδια της Αγάπης, Νυφιάτικα, Νανουρίσματα, Κάλαντα, Βαϊτικα, Ξενιτιάς, Μοιρολόγια, Μοιρολόγια του Χάρου, Γνωμικά, Εργατικά, Βλάχικα, και Περιγελαστικά. («Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», Εκδοτική Αθηνών)
Ομως, πρωτοπόρος και σημαντικός μελετητής της προέλευσης των Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών θεωρείται ο Γάλλος ρομαντικός Claude Fauriel (Κλαύδιος Φωριέλ) ο οποίος έκανε μια σοβαρότατη μελέτη με τίτλο «Chants Populaires de La Grece Moderne», Tόμος Ι και ΙΙ, Παρίσι έκδοση 1824 και 1825. Ο Fauriel συνάντησε τις λέξεις ‘’τραγούδι’’ και ‘’τραγουδώ’’ μέχρι και στον 8ο μΧ αιώνα και διατύπωσε την υπόθεση ότι το δημοτικό τραγούδι είναι εξέλιξη της αρχαίας μουσικής της κλασσικής Ελλάδας. Την υπόθεση αυτή υιοθέτησε και ο μελετητής Στίλπων Κυριακίδης ο οποίος συνέλεξε αποδεικτικά στοιχεία με τα οποία φαίνεται ότι το δημοτικό τραγούδι συνδέεται αν όχι με την κλασσική Ελλάδα τουλάχιστον με τα Ρωμαϊκά χρόνια. Κατά τον Στίλπωνα Κυριακίδη «ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, που αποτελεί τον κύριο στίχο του δημοτικού τραγουδιού κατάγεται από τον αρχαίο ιαμβικό καταληκτικό τετράμετρο». (Εγκυκλοπαίδεια Δομή).
Σε ένα πολυσέλιδο κεφάλαιο για το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι, στην «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», ταξινομούνται τα δημοτικά τραγούδια σε δυό κατηγορίες: Τραγούδια που «πλαισιώνουν μια πράξη» και τραγούδια που μόνα τους «αποτελούν μία πράξη». Στην πρώτη κατηγορία είναι λχ τα τραγούδια του γάμου, τα τραγούδια του θερισμού, τα μοιρολόγια, τα κάλαντα, κλπ. Στη δεύτερη κατηγορία είναι το πανηγύρι, τα τραγούδια της τάβλας, κλπ.
Όπως είναι φυσικό, ο στίχος των δημοτικών τραγουδιών ακολουθεί τις ιστορικές εξελίξεις και τα κοινωνικά δρώμενα της κάθε εποχής. Πρακτικά το δημοτικό τραγούδι είναι ο ενδιάμεσος συνδετικός κρίκος ανάμεσα στη Βυζαντινή μουσική παράδοση και το σύγχρονο εμπορικό αστικό τραγούδι του εικοστού αιώνα.
Αν ανατρέξουμε στην πρόσφατη μουσικής ιστορία της Ελλάδας, θα δούμε ότι τα αρχέγονα «ακριτικά τραγούδια» καταλαμβάνουν χρονικά την περίοδο από τον 9ο έως τον 14ο αιώνα ενώ το γνωστό «παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι» καλύπτει μια χρονική περίοδο τουλάχιστον τεσσάρων αιώνων φτάνοντας μέχρι την πρόσφατη μεταπολεμική περίοδο (15ος έως 20ός αιώνας, 1600-1945). Από το 1945-1970 είχαμε κάποια παραγωγή αυθεντικών δημοτικών τραγουδιών, που είχαν θεματολογία την γεωργική και ποιμενική ζωή. Από το έτος 1970 και πλέον, δεδομένης της αστυφιλίας και της μετανάστευσης, οποιαδήποτε μουσική παραγωγή δήθεν «δημοτικών τραγουδιών» είναι και εκτός θεματολογίας δημοτικού τραγουδιού και αισθητικώς απαράδεκτη («θα στο φαρμακώσω το σκυλάκι σου», «ηρθε μιά βλάχα από το χωριό σστήν ξελογιάστρα Αθήνα», πανηγυριώτικα δημοτικά, οριεντάλ δημοτικά, αστικά δημοτικά, βλαχο ρόκ δημοτικά, κλπ). Συνεπώς το δημοτικό τραγούδι έχει χρονικό ορίζοντα από το 1400-1970 και τέλος!
Το παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι σε όλες τις μορφές του (ηπειρώτικο, ρουμελιώτικο, τσάμικο, θρακιώτικο, κρητικό, μωραίτικο, νησιώτικο, κλπ) ψυχαγώγησε γενιές και γενιές Ελλήνων στην καθημερινή τους ζωή, στις χαρές και τις λύπες τους.
Στην περίοδο της Οθωμανικής κατοχής, το δημοτικό τραγούδι συχνά ήταν κοινό μέσο ψυχαγωγίας για τους υπόδουλους Ελληνες αλλά και για τους Οθωμανούς ή Αρβανίτες συντοπίτες τους. Οσο για την περίοδο της Επανάστασης του 1821, το παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι δεν εξετέλεσε απλώς ψυχαγωγικό ρόλο, αλλά και υπηρέτησε πιστά τα ιστορικά γεγονότα και τη λαογραφία, καταγράφοντας γεγονότα, συναισθήματα, πρόσωπα, ήθη και έθιμα.
Τα βασικά μουσικά όργανα του αρχικού δημοτικού τραγουδιού ήταν τα εξής: Η πίπιζα, το βιολί, το λαούτο και το ντέφι. Περί το 1835 προστέθηκε το κλαρίνο (κλαρινέτο), το οποίο από τους Γάλλους εισήλθε στις στρατιωτικές μπάντες των Οθωμανών, από εκεί στους τσιγγάνους (γύφτους) και σταδιακά εξαπλώθηκε σε όλη τη στερεωτική Ελλάδα, πλήν των νησιών.
Το κλαρίνο (Clarinet διεθνώς), ως πνευστό λαϊκό μουσικό όργανο έρχεται στην Ελλάδα από την Τουρκία με τους «Τουρκόγυφτους», γύρω στα 1835 μΧ, αλλά και μέσω των Οθωμανικών στρατιωτικών συγκροτημάτων. Άλλη άποψη λέει, ότι ήρθε από την Ευρώπη μέσω των φιλαρμονικών των Ιονίων νήσων, Κέρκυρα, Ζάκυνθος, Λευκάδα, περί το έτος 1780 μΧ. Πρωτοεμφανίζεται στην Ήπειρο, και στη δυτική Μακεδονία, απ' όπου και προχωρεί προς τη Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο. Μαζί, αρχικά με το βιολί και το λαούτο και αργότερα και με το σαντούρι, αποτελούν την κομπανία, το κατεξοχήν λαϊκό μουσικό σχήμα που αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζυγιά (= ζεύγος μουσικών οργάνων), νταούλι - ζουρνά και τη φλογέρα. Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται το κλαρίνο, γύρω στα 1835, το δημοτικό τραγούδι έχει σχεδόν κλείσει ουσιαστικά το δημιουργικό του κύκλο. Χάρη στις μεγαλύτερες τεχνικές και εκφραστικές του δυνατότητες σε σύγκριση με το ζουρνά, που σταδιακά παραμερίζεται από το κλαρίνο, παίρνει γρήγορα την πρώτη θέση ανάμεσα στα μελωδικά όργανα. Αναγνωρίζεται ως εθνικό όργανο και στα χέρια άξιων μουσικών γίνεται το κατεξοχήν εκφραστικό μουσικό εργαλείο στην ηπειρωτική Ελλάδα, ιδίως στην Ήπειρο και Στερεά Ελλάδα.
Στην ιστορία της δημοτικής δισκογραφίας, θεωρούνται ως οι πρυτάνεις του κλαρίνου οι Νίκος Καρακώστας, Κίτσος Χαρισιάδης, Βασίλης Σούκας, Αναστάσιος (Τάσος) Χαλκιάς, Βασίλης Σαλέας (σήμερα είναι τόπ εκτελεστής ο γιός του), Ιωάννης Βασιλόπουλος (σήμερα είναι τόπ εκτελεστής ο γιός του), οΠέτρος Χαλκιάς (Πετρολούκας), Ηλίας Καψάλης και οι Πρεβεζάνοι Νίκος Τζάρας, Βασίλης Μπεσίρης (Τουρκοβασίλης), και αργότερα ο σύγχρονος Ιωάννης Βασιλειάδης, και ο Μικρασιάτης Ιωάννης Χαρισιάδης. Αλλοι σημαντικοί κλαρινίστες εποχής 1925-1950 είναι οι , Απόστολος Σταμέλος, Γ. Κυριακάτης, Κώστας Γιαούζος, Νίκος Ρέλλιας, Γιώργος Ανεστόπουλος, Χαράλαμπος Μαργέλης, Χρήστος Μαργέλης, Βάιος Μαλλιάρας, Παναγιώτης Κοκοντίνης, Ιάκωβος Ηλίας, κλπ.
Το πρώτο κλαρίνο ιδιοκτησίας Τάσου Χαλκιά, έτους 1906, του Γαλλικού οίκου Buffet από ξύλο εβένου και ασημένια πλήκτρα, το οποίο του αγόρασε η μητέρα του από «γύφτο» δίνοντας 4 κατσίκια, βρίσκεται στη συλλογή του ιδρύματος «Μουσείο Τεχνών και Επιστημών Ηπείρου». Βιβλιογραφία: Αράπη Μαρία: «Το κλαρίνο στην ‘Ηπειρο», εφημερίδα τα Τζουμέρκα, Μάϊος 2009. Τριάντης Βασίλειος: «Η δημοτική μουσική στην Πρέβεζα, 1930-1960», διπλωματική εργασία. Μουσείο Τεχνών και Επιστημών: Αρχεία. Δέσποινα Μαζαράκη: «Το λαϊκό κλαρίνο στην Ελλάδα», εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1984. Γεώργιος Χρονάς: «Τάσος Χαλκιάς Θύμησες και σημειώσεις», Αθήνα 1986.
Δυστυχώς πρό της εφεύρεσης της δισκογραφίας είναι ελάχιστα τα στοιχεία που διαθέτουμε γιά υψηλού επιπέδου τραγουδιστές δημοτικής μουσικής. Ετσι σήμερα ξεχωρίζουμε τον Αλέκο Κιτσάκη («Το αϊδόνι της Ηπείρου»), τη Σοφία Κολλητήρη, τον Στέλιο Καζαντζίδη, την Ειρήνη Κονιτοπούλου Λεγάκη, τη Φιλιώ Πυργάκη, τον Χρόνη Αηδονίδη, το Νίκο Ξυλούρη, τον Αντώνη Κυρίτση, τον Τάκη Καρναβά, κλπ
Μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα (1800-1900) το δημοτικό τραγούδι ήταν ήδη το κύριο μουσικό είδος που κυριαρχούσε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ηδη όμως από τις αρχές του 20ού αιώνα (1900-2000) άρχισε η σταδιακή εισβολή ξένων μουσικών προτύπων, από την Ιταλία, τη Γαλλία, και Γερμανία, πρότυπα τα οποία γρήγορα υιοθέτησε αισθητικά η τότε ανερχόμενη υποτυπώδης Αθηναϊκή αστική τάξη (οπερέτα, κλασσική μουσική, σάμπα, μάμπο, ταγκό, κλπ).
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922) εισήλθε στην Ελλάδα διστακτικά και με πολλές δυσκολίες το Σμυρνέϊκο και το Ρεμπέτικο τραγούδι, το οποίο σε αντίθεση με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα, αρχικά εισχώρησε και εδραιώθηκε στις χαμηλές οικονομικές τάξεις, αλλά από το 1960 εισήλθε σταδιακά και «στα σαλόνια» χάρις στον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Μανώλη Χιώτη, τον Μάνο Χατζηδάκη και τον Μίκη Θεοδωράκη. Κατά μία άποψη, το είδος αυτό των τραγουδιών αποτελεί συνέχεια της δημοτικής μουσικής παράδοσης της Μικράς Ασίας. Η μορφή όμως του ρεμπέτικου τραγουδιού έτσι όπως εισήλθε στην Ελλάδα, ήταν εντελώς διαφορετική από το αντίστοιχο Ελληνικό Δημοτικό τραγούδι της εποχής εκείνης.
Μεταγενέστερα (1950-1975), πέραν της ανοδικής πορείας του λαϊκού και ελαφρού τραγουδιού, είχαμε και αθρόα εισαγωγή άλλων μουσικών προτύπων από τις ΗΠΑ (πόπ, ρόκ, τζάζ, λάτιν, μάμπο, σάμπα, τάγκο, κλπ), την Ευρώπη αλλά και κλεμένες μουσικές φόρμες από την Ινδία (πχ. Μαντουβάλα, Ζιγκουάλα, κλπ), αλλά και από τις Αραβικές χώρες (Gelmeden, Υa Ha Bi Bi, Rampi Rampi Mashalah, Misirlou).
Το εξελιγμένο και ποιοτικό πιά Ελληνικό λαϊκό τραγούδι, είχε τέτοια απήχηση σχεδόν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα με αποτέλεσμα να εξοβελίσει σε συνεργασία με τα εισαγόμενα είδη, παντελώς το Ελληνικό παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι από την καθημερινή ψυχαγωγία. Για τους αστούς Ελληνες πλέον, και ιδίως για την διεθνοποιούμενη νεολαία, το δημοτικό τραγούδι παρέμεινε μια «φιγούρα επαρχιώτικη», μια «μουσική των βλάχων» που είχε να κάνει μόνο με τα πανηγύρια, τους γάμους, το Πάσχα, και τις συνεστιάσεις συλλόγων. Η τότε (1970 και μετά) Ελληνική νεολαία άρχισε να διακόπτει σταδιακά και απαξιωτικά τη σχέση της με το παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι, με ελάχιστη εξαίρεση, τα παιδιά που συμμετείχαν σε παραδοσιακά χορευτικά ή μουσικά συγκροτήματα πολιτιστικών συλλόγων - κατά κανόνα – με τη μέριμνα των γονέων τους.
Μετά τη μεταπολίτευση του 1975, είχαμε περαιτέρω αύξηση της εισρροής πολυποίκοιλων μουσικών ειδών από το εξωτερικό και αναπαραγωγή τους από Ελληνες μουσικούς, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός πλέγματος από μουσικές φόρμες που επέφεραν πλέον τη χαριστική βολή στο δημοτικό τραγούδι. Παράλληλα είχε έξαρση το λεγόμενο «πολιτικό λαϊκό τραγούδι» και σταδιακά το «έντεχνο λαϊκό τραγούδι».
Ηδη από τη δεκαετία του 1980, σπάνια πλέον υπάρχει ραδιοφωνική μετάδοση δημοτικών τραγουδιών από το κρατικό ραδιόφωνο πανελλήνιας εμβέλειας. Εξακολουθεί να μεταδίδεται μέχρι και σήμερα σε τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, και ευτυχώς συχνά παρουσιάζονται δημοτικά μουσικά και χορευτικά συγκροτήματα από τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Σταδιακά και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες νέων Ελλήνων συνθετών και εκτελεστών που προσπάθησαν να το επαναφέρουν, ενσωματώνοντας λαϊκά παραδοσιακά όργανα στις συνθέσεις τους (κλαρίνο, λαούτο, σαντούρι, βιολί, κλπ), τα αποτελέσματα ήταν μάλλον πενιχρά.
Δυστυχώς στις μέρες μας κυριαρχούν Ελληνικά εμπορικά μουσικά πρότυπα, που θα τα περιγράφαμε σαν ένα μίγμα παραδοσιακής Ελληνικής δημοτικής μουσικής με ανατολίτικες επιδράσεις (oriental) και ρυθμό ντίσκο-ρόκ. Φωτεινή εξαίρεση βέβαια είναι οι σποραδικές προσπάθειες μεμονωμένων συνθετών που προσπαθούν να συνδυάσουν το έντεχνο λαϊκό τραγούδι με παραδοσιακές φόρμες από τη δημοτική μας παράδοση, όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος. Σύμφωνα με τον Στέλλιο Ελληνιάδη (Ελευθεροτυπία, 2002) ‘’το μεγάλο κακό συντελείται στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, όπου ενώ το κοινό ανεξαρτήρτως ηλικίας επιβάλλει ορισμένες φορές τα δημοτικά τραγούδια, γιατί τα αγαπάει και τα χορεύει, οι τραγουδιστές τα ερμηνεύουν απρόσωπα και μίζερα με τυποποιημένες ορχήστρες που τους αλλάζουν τον αδόξαστο! ‘’
Θα λέγαμε τελικά ότι η διάσωση του παραδοσιακού δημοτικού τραγουδιού έγινε εφικτή είτε από τους λίγους ερευνητές συγγραφείς, είτε από τους πολιτιστικούς Συλλόγους που δρούν ανά την Ελληνική Επικράτεια. Ενας τέτοιος σύλλογος είναι και η λέσχη «Βερενίκη» της Πρέβεζας, η οποία και έχει την τιμή να εκδώσει το παρόν βιβλίο.
Αξίζει όμως μια τέτοια τύχη στο Ελληνικό δημοτικό τραγούδι; Του αξίζει δηλαδή μια σταδιακή εξαφάνιση με αποτέλεσμα σε λίγα χρόνια να αποτελεί πλέον είδος αρχειακής μελέτης μόνο στα ΤΕΙ και στα Πανεπιστήμια; Και αν όχι, γιατί θα πρέπει να διασωθεί;
Οι ειδικοί λένε, ότι επειδή το αισθητικό κριτήριο είναι υποκειμενικό, ένας αντικειμενικός τρόπος για να αποδειχθεί η ποιότητα ενός καλλιτεχνικού έργου είναι η διαχρονικότητά του. Αλάνθαστος κριτής της ποιότητας στην Τέχνη είναι ο χρόνος. Με το θεώρημα αυτό αποδεικνεύεται αυτοδίκαια, ότι τα πλέον ποιοτικά είδη μουσικής στον κόσμο είναι προς το παρόν τουλάχιστον η συμφωνική μουσική και η παραδοσική δημοτική μουσική των λαών (Ethnic). Εξ άλλου η λέξη pop προέρχεται από το popular = λαϊκός, δημοτικός.
Η Ελληνική δημοτική παραδοσιακή μουσική είναι το πιο τέλειο κι άψογο δημιούργημα της ανώνυμης λαϊκής ψυχής. Τόσο η μουσική σύνθεση των παραδοσιακών δημοτικών τραγουδιών όσο και οι στίχοι τους, γράφτηκαν κατά κανόνα από ταλαντούχους ανώνυμους συνθέτες και στιχουργούς (δεν διασώθηκαν τα ονόματά τους) ενίοτε όμως οι στίχοι ανήκουν και σε επώνυμους. Είναι δύσκολη η οριοθέτηση ανάμεσα σε ένα στιχουργό και ένα ποιητή. Πολλά από τα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια διασκευάσθηκαν στους στίχους τους εκατοντάδες φορές διαχρονικά, γι’ αυτό και διασώζονται πολλές παραλλαγές τους. Παράλληλα, από χέρι σε χέρι οι πρόγονοί μας βιρτουόζοι οργανοπαίκτες βελτίωσαν συνεχώς τις μουσικές συνθέσεις των δημοτικών τραγουδιών, με αποτέλεσμα να απορεί κανείς, πως συντέθηκαν ορισμένα μουσικά αριστουργήματα, από αυτοδίδακτους ανθρώπους χωρίς μουσικές σπουδές. Είναι απλό. Βελτιώθηκαν με το χρόνο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αριστουργηματικών συνθέσεων δημοτικών τραγουδιών, που ειλικρινά σε κάνουν να δακρύζεις, είναι ο «Ηλιος», η «Γενοβέφα», ο «Σκάρος», το «Πρεβεζάνικο Φισούνι», το «Τζουμέρκα μου περήφανα», το «Ασπρο τριαντάφυλλο κρατώ», «Οι Κλέφτες», τα «Παιδιά της Σαμαρίνας», η «Παπαλάμπραινα», το «Δέλβινο και Τσαμουριά», το «Καπέσοβο», η «Κυρα φροσύνη», το «Σεργιάνι στήν Εβραϊκή», το «Αρχοντόπουλο», η «Μπαζαρκάνα», ο «Σελήμ-Μπέης», το «Αρμενάκι», «Στης Πικροδάφνης τον Ανθό», «Μαντζουράνα», τα «Νησιώτικα», κλπ.
Ο λαϊκός μας ποιητής θα τραγουδήσει στις περισσότερες εκδηλώσεις της ζωής του, με τα πιο απλά κι ωραία χρώματα, με τα πιο απέριττα και λιτά λόγια, με δωρική ομορφιά και θα τη συνδέσει με όλες τις εναλλαγές της ζωής του και με όλα τα γεγονότα που τον συγκλόνισαν και τον έκαμαν να αισθανθεί και να γευτεί τη χαρά και τη λύπη. Οι στίχοι των παραδοσιακών δημοτικών τραγουδιών έχουν σημαντική ιστορική αξία, γιατί περιγράφουν και μας διασώζουν πληροφορίες σχετικές με τα εξής:
• Γλωσσολογία: Λέξεις, φράσεις, ιδιωματισμοί, διαφορετικών εποχών που σήμερα δεν χρησιμοποιούνται πλέον. Πχ. Μπαζαρκάνα= τσαχπίνα. Μπιτόλια = Bitola, Μοναστήρι, πόλη της FYROM, Μπεόπουλο= Ο γιός του Μπέη, κλπ
• Λαογραφία - Καθημερινή ζωή: Ηθη, έθιμα, τρόπος εργασίας, ζωή στο βουνό, κτηνοτροφικό επάγγελμα, ξενιτιά, κλπ
• Ιστορία: Ιστορικά γεγονότα, ονόματα ηρώων, ηρωϊκές πράξεις του απελευθρωτικού αγώνα αναντίον των Οθωμανών, κλπ.
• Βιολογία: Τα βιολογικά φαινόμενα, τη γέννηση, τα νειάτα, το γάμο, τα γηρατειά, το θάνατο (μοιρολόϊ),
• Ενδυματολογία: Ενδυμασίες, καθημερινές ή επίσημες γιορταστικές .
• Τεχνολογία και Λαϊκή Τέχνη: Ονομασίες από σκεύη, καθημερινά αντικείμενα, εργαλεία εργασίας, κλπ.
• Γεωγραφία, Οικολογία, Φυσικά φαινόμενα: Τοπία, βουνά, λίμνες, ποτάμια, χλωρίδα και πανίδα της Ελληνικής φύσης, κεραυνοί, καταιγίδες, χιόνια, κλπ. Τα δημοτικά τραγούδια διακρίνονται για ένα θαυμασμό στο μεγαλείο της φύσης.
• Κοινωνιολογία: Συναισθήματα και γενικά τον τρόπο καθημερινής ζωής των ανθρώπων.
• Ερωτας: Τα δημοτικά παραδοσιακά τραγούδια εξυμνούν πάντα τον υγιή έρωτα και ουδέποτε το αρρωστημένο ερωτικό πάθος όπως συμβαίνει με τα σύγχρονα αστικά εμπορικά τραγούδια, του νεοπλουτισμού και του καταναλωτισμού.
Είναι ατελείωτη η επιχειρηματολογία της αξίας διατήρησης των Ελληνικών παραδοσιακών δημοτικών τραγουδιών. Οι έχοντες ασχοληθεί με όλα τα είδη τραγουδιού (δημοτικό, ρεμπέτικο, λαϊκό, έντεχνο, πόπ, ρόκ, τζάζ, έθνικ, ηλεκτρονική, κλασσική, κλπ) πιστεύουν και διατυπώνουν συχνά την άποψη ότι η εμπορική κυριαρχία άχαρων μουσικών συνθέσεων σήμερα, είναι αφ ενός μέν απαράδεκτη αισθητικά και αφ ετέρου δεν τιμά την πλούσια πολιτιστική παράδοση της Ελλάδας. Ηδη η χώρα μας έχει δεχθεί γιγαντιαία αλλοτρίωση στο θέμα της γλώσσας. Ας μην επιτρέψουμε να συμβεί τό ίδιο με τη μουσική. Μόνο όταν διατηρήσουμε μέσα μας αλώβητα τα λαϊκά μας στοιχεία, που είναι όργανα λειτουργίας της ίδιας μας της ζωής και της εθνικής μας αυτογνωσίας, θα μπορέσουμε να κρατηθούμε και να συνεχίσουμε την πορεία μας σαν λαός. Αλλιώς θα γίνουμε ένα ασήμαντο κρατίδιο μέσα στή δίνη της παγκοσμιοποίησης.
(*) Ο Δρ. Χαράλαμπος Γκούβας, είναι ιατρός Ορθοπεδικός χειρουργός τραυματολόγος, διδάκτωρ Πενεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας, ιδρυτής του Μουσείου Τεχνών και Επιστημών Ηπείρου και από τα ιδρυτικά μέλη της λέσχης «Βερενίκη». Παίζει ερασιτεχνικά κλαρίνο από το 1982.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.