Πανεπιστημιακοί και …εχάθη η πατρίς;
Ευάγγελος Αυδίκος
Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Πανεπιστημιακοί και …εχάθη η πατρίς;
Είν’ αλήθεια πως στη σημερινή κυβέρνηση είναι μεγάλος ο αριθμός των πανεπιστημιακών, που υπουργοποιήθηκε. Η συγκεκριμένη αριθμητική διαπίστωση αναζωπύρωσε το στερεότυπο για την απουσία δεξιότητας στους ακαδημαϊκούς δασκάλους στην ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών. Η στερεοτυπική έκφραση αποδίδεται στον Γερμανό καγκελάριο Μπίσμαρκ, ο οποίος τη συμπύκνωσε στη φράση «τρεις καθηγητές και εχάθη η πατρίς». Με άλλα λόγια, διαμορφώνεται η αντίληψη ότι οι πανεπιστημιακοί ζουν αποκλεισμένοι στους δικούς τους πύργους, αποκλεισμένοι από την κοινωνική πραγματικότητα και μαχόμενοι για τη σύλληψη και διατύπωση θεωριών. Είναι πολύ ικανοί σ’ αυτό, αλλά η απομόνωσή τους από το δρον κοινωνικό σώμα τους αποστερεί τη δυνατότητα γνώσης του κοινωνικού πεδίου και, συνεπώς, επιτυχούς συνδυασμού θεωρίας και πρακτικής.
Αυτό το στερεότυπο επαναλαμβάνεται τα τελευταία χρόνια με αυξανόμενη ένταση. Καταλογίζεται δε η ευθύνη για το ναυάγιο σε μεταρρυθμίσεις στο γεγονός ότι ηγήθηκαν αυτών των τομέων πανεπιστημιακοί. Αναμφίβολα, πρόκειται για αβαθή προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων. Προφανώς, η ρήση του Βίσμαρκ απηχεί την περίοδο του ρομαντισμού, κατά την οποία ο ρόλος του διανοουμένου ήταν διαφορετικός. Ιδίως, οι πανεπιστημιακοί αποτελούσαν μια περίκλειστη ομάδα, στην οποία η ελιτίστικη αντίληψη της πραγματικότητας εύρισκε εύφορο έδαφος. Η ίδια απόσταση από το λαό υπήρχε όμως και στον «σιδερόφρακτο» καγκελάριο», όπως έμεινες γνωστός στην ιστορία ο Μπίσμαρκ. Είναι αυτός που χρησιμοποίησε την αρχή «αίμα και σίδερο», με βάση την οποία «έκανε την Γερμανία μεγάλη, αλλά τους Γερμανούς μικρούς». Επί της ουσίας, χρησιμοποίηση αυταρχική πολιτική προς όφελος της μεγάλης Γερμανίας, που ταυτίστηκε με τα συμφέροντα των ομοϊδεατών του αριστοκρατών.
Ως εκ τούτου, ας λείπει η πολιτική του Μπίσμαρκ, που αξιοποιήθηκε αργότερα από τον Ναζισμό. Τηρουμένων των αναλογιών είναι η αντίληψη που κυριαρχεί σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη, η οποία υποστηρίζει τη σωτηρία των χωρών σε βάρος των λαών. Ο στρατοκράτης Μπίσμαρκ θεωρούσε τις ευαισθησίες των πανεπιστημιακών της εποχής του ενοχλητικές και «διαλυτικές» για την υλοποίηση της μιλιταριστικής πολιτικής του.
Προφανώς, η αφετηρία του Πέτρου Μάρκαρη, καταξιωμένου συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων –και πολλαπλώς τιμηθέντα-δεν έχει καμία σχέση με το σκεπτικό του Μπίσμαρκ. Η οπτική του είναι διαφορετική, όταν αναφέρεται σε «κόμμα πανεπιστημιακών». Η αφόρμηση για τις παρατηρήσεις του προέρχεται από την πίστη του ότι το έργο των καθηγητών είναι στα πανεπιστήμια, όχι στην πολιτική. Πιστεύει ότι οι άνθρωποι της διανόησης οφείλουν να εστιάσουν σε κοινωνικές παρεμβάσεις εγκαταλείποντας την πολιτική, που είναι δουλειά άλλων.
Θα συμφωνήσω στην ανάγκη που υπάρχει να μη ζει η ελληνική διανόηση εν αγνοία των κοινωνικών προβλημάτων , απολαμβάνοντας μόνο τ’ αγαθά που τους επιδαψιλεύει η πολιτική εξουσία, σε μια διαδικασία απόκτησης συμβολικού κύρους από την υποστήριξη –ή την αμοιβαία διακριτική ανοχή-των πανεπιστημιακών και των ανθρώπων της τέχνης προς τα κυβερνητικά δρώμενα. Δυστυχώς, διακριτοί ρόλοι δεν υπάρχουν στη σχέση εξουσίας και διανοουμένων. Πολλά από τα προνόμιά τους(ερευνητικά προγράμματα, συμμετοχή σε αποστολές στο εξωτερικό, συμμετοχή σε έμμισθες επιτροπές, κλ.π.) εκπηγάζουν από τη στενή σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στο πολιτικό προσωπικό και τους διανοουμένους, η οποία χρησιμοποιήθηκε επωφελώς και από τις δύο πλευρές.
Και κάτι άλλο όμως, το οποίο σχετίζεται με το πολιτικό φαινόμενο; Ο Μάρκαρης οδηγείται στο καταληκτικό του συμπέρασμα, την απομάκρυνση δηλαδή των διανοουμένων από την πολιτική, με το επιχείρημα ότι η πολιτική είναι δουλειά άλλων. Όμως, μια τέτοια άποψη διαμερισματοποιεί τις κοινωνικές δραστηριότητες. Πολύ περισσότερο, μπορεί να καταλήξει σε αυτονομία του πολιτικού έναντι του κοινωνικού και του πολιτισμικού πεδίου. Τις συνέπειες μιας τέτοιας αντίληψης την πληρώνουμε ακόμη, ιδίως οι κοινωνικά αδύναμοι. Η κρίση οφείλεται στην αυτονόμηση του πολιτικού προσωπικού, το οποίο θεώρησε ότι ανήκει στο ευρωπαϊκό πολιτικό ιερατείο, από το οποίο αντλεί τη δύναμή του-και στο οποίο οφείλει να απολογηθεί.
Συνεπώς, η πολιτική είναι υπόθεση όλων. Προϋπόθεση για τη συμμετοχή τους δεν είναι η επαγγελματική ιδιότητα αλλά η ικανότητα να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους, υπηρετώντας ταυτόχρονα τα συμφέροντα της κοινωνίας, που προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός σύγχρονου, κοινωνικά δίκαιου και αποτελεσματικού κράτους.
Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Πανεπιστημιακοί και …εχάθη η πατρίς;
Είν’ αλήθεια πως στη σημερινή κυβέρνηση είναι μεγάλος ο αριθμός των πανεπιστημιακών, που υπουργοποιήθηκε. Η συγκεκριμένη αριθμητική διαπίστωση αναζωπύρωσε το στερεότυπο για την απουσία δεξιότητας στους ακαδημαϊκούς δασκάλους στην ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών. Η στερεοτυπική έκφραση αποδίδεται στον Γερμανό καγκελάριο Μπίσμαρκ, ο οποίος τη συμπύκνωσε στη φράση «τρεις καθηγητές και εχάθη η πατρίς». Με άλλα λόγια, διαμορφώνεται η αντίληψη ότι οι πανεπιστημιακοί ζουν αποκλεισμένοι στους δικούς τους πύργους, αποκλεισμένοι από την κοινωνική πραγματικότητα και μαχόμενοι για τη σύλληψη και διατύπωση θεωριών. Είναι πολύ ικανοί σ’ αυτό, αλλά η απομόνωσή τους από το δρον κοινωνικό σώμα τους αποστερεί τη δυνατότητα γνώσης του κοινωνικού πεδίου και, συνεπώς, επιτυχούς συνδυασμού θεωρίας και πρακτικής.
Αυτό το στερεότυπο επαναλαμβάνεται τα τελευταία χρόνια με αυξανόμενη ένταση. Καταλογίζεται δε η ευθύνη για το ναυάγιο σε μεταρρυθμίσεις στο γεγονός ότι ηγήθηκαν αυτών των τομέων πανεπιστημιακοί. Αναμφίβολα, πρόκειται για αβαθή προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων. Προφανώς, η ρήση του Βίσμαρκ απηχεί την περίοδο του ρομαντισμού, κατά την οποία ο ρόλος του διανοουμένου ήταν διαφορετικός. Ιδίως, οι πανεπιστημιακοί αποτελούσαν μια περίκλειστη ομάδα, στην οποία η ελιτίστικη αντίληψη της πραγματικότητας εύρισκε εύφορο έδαφος. Η ίδια απόσταση από το λαό υπήρχε όμως και στον «σιδερόφρακτο» καγκελάριο», όπως έμεινες γνωστός στην ιστορία ο Μπίσμαρκ. Είναι αυτός που χρησιμοποίησε την αρχή «αίμα και σίδερο», με βάση την οποία «έκανε την Γερμανία μεγάλη, αλλά τους Γερμανούς μικρούς». Επί της ουσίας, χρησιμοποίηση αυταρχική πολιτική προς όφελος της μεγάλης Γερμανίας, που ταυτίστηκε με τα συμφέροντα των ομοϊδεατών του αριστοκρατών.
Ως εκ τούτου, ας λείπει η πολιτική του Μπίσμαρκ, που αξιοποιήθηκε αργότερα από τον Ναζισμό. Τηρουμένων των αναλογιών είναι η αντίληψη που κυριαρχεί σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη, η οποία υποστηρίζει τη σωτηρία των χωρών σε βάρος των λαών. Ο στρατοκράτης Μπίσμαρκ θεωρούσε τις ευαισθησίες των πανεπιστημιακών της εποχής του ενοχλητικές και «διαλυτικές» για την υλοποίηση της μιλιταριστικής πολιτικής του.
Προφανώς, η αφετηρία του Πέτρου Μάρκαρη, καταξιωμένου συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων –και πολλαπλώς τιμηθέντα-δεν έχει καμία σχέση με το σκεπτικό του Μπίσμαρκ. Η οπτική του είναι διαφορετική, όταν αναφέρεται σε «κόμμα πανεπιστημιακών». Η αφόρμηση για τις παρατηρήσεις του προέρχεται από την πίστη του ότι το έργο των καθηγητών είναι στα πανεπιστήμια, όχι στην πολιτική. Πιστεύει ότι οι άνθρωποι της διανόησης οφείλουν να εστιάσουν σε κοινωνικές παρεμβάσεις εγκαταλείποντας την πολιτική, που είναι δουλειά άλλων.
Θα συμφωνήσω στην ανάγκη που υπάρχει να μη ζει η ελληνική διανόηση εν αγνοία των κοινωνικών προβλημάτων , απολαμβάνοντας μόνο τ’ αγαθά που τους επιδαψιλεύει η πολιτική εξουσία, σε μια διαδικασία απόκτησης συμβολικού κύρους από την υποστήριξη –ή την αμοιβαία διακριτική ανοχή-των πανεπιστημιακών και των ανθρώπων της τέχνης προς τα κυβερνητικά δρώμενα. Δυστυχώς, διακριτοί ρόλοι δεν υπάρχουν στη σχέση εξουσίας και διανοουμένων. Πολλά από τα προνόμιά τους(ερευνητικά προγράμματα, συμμετοχή σε αποστολές στο εξωτερικό, συμμετοχή σε έμμισθες επιτροπές, κλ.π.) εκπηγάζουν από τη στενή σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στο πολιτικό προσωπικό και τους διανοουμένους, η οποία χρησιμοποιήθηκε επωφελώς και από τις δύο πλευρές.
Και κάτι άλλο όμως, το οποίο σχετίζεται με το πολιτικό φαινόμενο; Ο Μάρκαρης οδηγείται στο καταληκτικό του συμπέρασμα, την απομάκρυνση δηλαδή των διανοουμένων από την πολιτική, με το επιχείρημα ότι η πολιτική είναι δουλειά άλλων. Όμως, μια τέτοια άποψη διαμερισματοποιεί τις κοινωνικές δραστηριότητες. Πολύ περισσότερο, μπορεί να καταλήξει σε αυτονομία του πολιτικού έναντι του κοινωνικού και του πολιτισμικού πεδίου. Τις συνέπειες μιας τέτοιας αντίληψης την πληρώνουμε ακόμη, ιδίως οι κοινωνικά αδύναμοι. Η κρίση οφείλεται στην αυτονόμηση του πολιτικού προσωπικού, το οποίο θεώρησε ότι ανήκει στο ευρωπαϊκό πολιτικό ιερατείο, από το οποίο αντλεί τη δύναμή του-και στο οποίο οφείλει να απολογηθεί.
Συνεπώς, η πολιτική είναι υπόθεση όλων. Προϋπόθεση για τη συμμετοχή τους δεν είναι η επαγγελματική ιδιότητα αλλά η ικανότητα να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους, υπηρετώντας ταυτόχρονα τα συμφέροντα της κοινωνίας, που προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός σύγχρονου, κοινωνικά δίκαιου και αποτελεσματικού κράτους.
Labels:
ΑΠΟΨΕΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.