Πίνοντας τα Χριστούγεννα του 1960
ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΩΧΟ στην Καθημερινή:
Περίπου πενήντα χρόνια πριν, λήγοντος του έτους 1960, οι Ελληνες ζούσαν σε μια χώρα φτωχή, η οποία πάσχιζε να κλείσει τις πληγές της σκληρής και αιμάσσουσας δεκαετίας του ’40. Μια χώρα που περνούσε από την κατηγορία των υπαναπτύκτων σ’ εκείνη των υπό ανάπτυξη χωρών. Το λίγο αβγάταινε λίγο-λίγο. Ολοι έβλεπαν μπροστά και προσδοκούσαν το καλύτερο. Βεβαίως, υπήρχαν οι παρίες στις παρυφές των μεγάλων πόλεων, αλλά και αυτοί κέρδιζαν, μέρα με τη μέρα, μια θέση στον κόσμο. Ομως στο κέντρο και στις παλιές μικροαστικές συνοικίες μια μικρομεσαία τάξη μικρεμπόρων, βιοτεχνών, υπαλλήλων και εξειδικευμένων εργατών είχε αρχίσει να αποκτά έναν οικονομικό και κοινωνικό δυναμισμό.
Στο κλίμα αυτό και το τραπέζι των Χριστουγέννων, χρόνο με το χρόνο, είχε γίνει για τους πολλούς, αν όχι πλούσιο, πάντως λιγότερο φτωχό. Ενα ξεφύλλισμα στην «Καθημερινή», την «Ελευθερία» του Κόκκα και τη «Μακεδονία» εκείνων των ημερών μάς παρέχει, μέσα από τις ρεκλάμες, πληροφορίες ενδεικτικές των έξτρα κρασιών και άλλων ποτών που πρότεινε η αγορά στους Αθηναίους, τους Θεσσαλονικείς και τους των άλλων πόλεων έχοντες και ψιλοέχοντες.
Ακόμα, τότε υπήρχαν σημαντικές ελληνικές ποτοποιίες με παλαιά μπράντυ στις κάβες τους, 50 - 60 ετών, όπως ο Μεταξάς, ο Καμπάς, η Αχάια - Clauss, ο Βότρυς, τα οποία έδιναν μια νότα πολυτέλειας πάνω στη σερβάντα με τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα. Για το απεριτίφ μπορούσε κανείς να διαλέξει ανάμεσα στο μυρωδάτο πειραιώτικο ούζο Sans Rival, που είχε ανταγωνιστή το ούζο Τυρνάβου των Αδελφών Ζ. Κατσάρου, στα βραβευμένα βερμούτ του Καμπά, του Μεταξά, του Clauss και στα ιταλικά Martini, Cinzano, Gancia και Carpano αλλά και στα σκωτσέζικα ουίσκι Vat 69, King George IV, Black & White, Johnnie Walker, King’s Ransom και, βεβαίως, στο ευρύτατα τότε διαδεδομένο White Horse.
Οι πλέον προνομιούχοι μπορούσαν να αγνοούν κάθε τυχόν πολιτική καχυποψία και με τον παρά τους να προμηθεύονται σοβιετικής προέλευσης ρωσική βότκα, καβούρια, μπρικ και μαύρο χαβιάρι.
Στα κρασιά, πέρα από την παραδοσιακή βαρελίσια ρετσίνα, υπήρχαν τα εμφιαλωμένα σε μποτίλιες των 640 γραμμαρίων (αντίστοιχο της μισής οκάς που έχει εκλείψει). Το Μαρκό από το Μαρκόπουλο Μεσογείων, το μαύρο μπρούσκο Ναούσης του Μπουτάρη (προμηθευτού της Βασιλικής Αυλής), το King Minos του Κτήματος Αθανασιάδη, παρασκευασμένο από «εκλεκτές ποικιλίες σταφυλών Γαλλίας και Ρήνου, καλλιεργημένας εις την Σταμάταν Αττικής», το ερυθρό Ρόδος της ΚΑΪΡ και άλλα.
Πέρα από τα κρασιά, υπήρχε τότε και η έντονη προτίμηση στην μπίρα. Κυριαρχούσε ο Κάρολος Φιξ, που εκείνη την εποχή λανσάρισε την Bavaria, μαύρη μπίρα τύπου Μονάχου, την Hellas Fix και τη Μάμος σε φιάλες των 250 εκατοστών του λίτρου, όσο δηλαδή ένα ποτήρι.
Και για τα επιδόρπια, ο κλασικός γλυκύς οίνος της Σάμου, η Μαυροδάφνη 601 της Clauss (μιας οινοποιίας που ετοιμαζόταν να γιορτάσει τα εκατό της χρόνια) και τα λικέρ του Παναγιωτάκη, του Κούτσικου στο Βόλο και άλλων παλαιών οίκων.
Το σπουδαιότερο, όμως, ποτό όλων ήταν το νέκταρ της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή. Αυτό το νέκταρ που λείπει σήμερα, που έλειψε σαν μάρκα παλαιά μιας άλλης εποχής
Περίπου πενήντα χρόνια πριν, λήγοντος του έτους 1960, οι Ελληνες ζούσαν σε μια χώρα φτωχή, η οποία πάσχιζε να κλείσει τις πληγές της σκληρής και αιμάσσουσας δεκαετίας του ’40. Μια χώρα που περνούσε από την κατηγορία των υπαναπτύκτων σ’ εκείνη των υπό ανάπτυξη χωρών. Το λίγο αβγάταινε λίγο-λίγο. Ολοι έβλεπαν μπροστά και προσδοκούσαν το καλύτερο. Βεβαίως, υπήρχαν οι παρίες στις παρυφές των μεγάλων πόλεων, αλλά και αυτοί κέρδιζαν, μέρα με τη μέρα, μια θέση στον κόσμο. Ομως στο κέντρο και στις παλιές μικροαστικές συνοικίες μια μικρομεσαία τάξη μικρεμπόρων, βιοτεχνών, υπαλλήλων και εξειδικευμένων εργατών είχε αρχίσει να αποκτά έναν οικονομικό και κοινωνικό δυναμισμό.
Στο κλίμα αυτό και το τραπέζι των Χριστουγέννων, χρόνο με το χρόνο, είχε γίνει για τους πολλούς, αν όχι πλούσιο, πάντως λιγότερο φτωχό. Ενα ξεφύλλισμα στην «Καθημερινή», την «Ελευθερία» του Κόκκα και τη «Μακεδονία» εκείνων των ημερών μάς παρέχει, μέσα από τις ρεκλάμες, πληροφορίες ενδεικτικές των έξτρα κρασιών και άλλων ποτών που πρότεινε η αγορά στους Αθηναίους, τους Θεσσαλονικείς και τους των άλλων πόλεων έχοντες και ψιλοέχοντες.
Ακόμα, τότε υπήρχαν σημαντικές ελληνικές ποτοποιίες με παλαιά μπράντυ στις κάβες τους, 50 - 60 ετών, όπως ο Μεταξάς, ο Καμπάς, η Αχάια - Clauss, ο Βότρυς, τα οποία έδιναν μια νότα πολυτέλειας πάνω στη σερβάντα με τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα. Για το απεριτίφ μπορούσε κανείς να διαλέξει ανάμεσα στο μυρωδάτο πειραιώτικο ούζο Sans Rival, που είχε ανταγωνιστή το ούζο Τυρνάβου των Αδελφών Ζ. Κατσάρου, στα βραβευμένα βερμούτ του Καμπά, του Μεταξά, του Clauss και στα ιταλικά Martini, Cinzano, Gancia και Carpano αλλά και στα σκωτσέζικα ουίσκι Vat 69, King George IV, Black & White, Johnnie Walker, King’s Ransom και, βεβαίως, στο ευρύτατα τότε διαδεδομένο White Horse.
Οι πλέον προνομιούχοι μπορούσαν να αγνοούν κάθε τυχόν πολιτική καχυποψία και με τον παρά τους να προμηθεύονται σοβιετικής προέλευσης ρωσική βότκα, καβούρια, μπρικ και μαύρο χαβιάρι.
Στα κρασιά, πέρα από την παραδοσιακή βαρελίσια ρετσίνα, υπήρχαν τα εμφιαλωμένα σε μποτίλιες των 640 γραμμαρίων (αντίστοιχο της μισής οκάς που έχει εκλείψει). Το Μαρκό από το Μαρκόπουλο Μεσογείων, το μαύρο μπρούσκο Ναούσης του Μπουτάρη (προμηθευτού της Βασιλικής Αυλής), το King Minos του Κτήματος Αθανασιάδη, παρασκευασμένο από «εκλεκτές ποικιλίες σταφυλών Γαλλίας και Ρήνου, καλλιεργημένας εις την Σταμάταν Αττικής», το ερυθρό Ρόδος της ΚΑΪΡ και άλλα.
Πέρα από τα κρασιά, υπήρχε τότε και η έντονη προτίμηση στην μπίρα. Κυριαρχούσε ο Κάρολος Φιξ, που εκείνη την εποχή λανσάρισε την Bavaria, μαύρη μπίρα τύπου Μονάχου, την Hellas Fix και τη Μάμος σε φιάλες των 250 εκατοστών του λίτρου, όσο δηλαδή ένα ποτήρι.
Και για τα επιδόρπια, ο κλασικός γλυκύς οίνος της Σάμου, η Μαυροδάφνη 601 της Clauss (μιας οινοποιίας που ετοιμαζόταν να γιορτάσει τα εκατό της χρόνια) και τα λικέρ του Παναγιωτάκη, του Κούτσικου στο Βόλο και άλλων παλαιών οίκων.
Το σπουδαιότερο, όμως, ποτό όλων ήταν το νέκταρ της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή. Αυτό το νέκταρ που λείπει σήμερα, που έλειψε σαν μάρκα παλαιά μιας άλλης εποχής
Labels:
ΔΙΑΦΟΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.