Βιώσιμη λύση σημαίνει λειτουργικό κράτος
Βιώσιμη λύση σημαίνει λειτουργικό κράτος
Άρθρο του Νίκου Ανδρουλάκη για το Κυπριακό
Λίγες ημέρες πριν από τον νέο γύρο δικοινοτικών διαπραγματεύσεων κορυφής στη Γενεύη για το Κυπριακό, η κινητικότητα που αναπτύσσεται είναι πολυεπίπεδη.
Φυσικά, το Κυπριακό ζήτημα έχει βαθιές ιστορικές ρίζες και διάφορες επί μέρους, εσωτερικές και εξωτερικές, πτυχές. Ωστόσο, από την παράνομη τουρκική εισβολή του 1974 και έκτοτε πρόκειται κυρίως για διεθνές ζήτημα εισβολής και κατοχής.
Σήμερα έχουμε μια ακόμα ευκαιρία για την επίλυση του στα πλαίσια μιας κοινά αποδέκτης λύσης και ενός ενιαίου κράτους. Οι συνεχιζόμενες μέχρι σήμερα δικοινοτικές συνομιλίες ξεκίνησαν με την Κοινή Διακήρυξη της 11ης Φεβρουαρίου 2014 η οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, την αλληλένδετη διαπραγμάτευση εφ’ όλων των διαφόρων πτυχών του κυπριακού, περιλαμβανομένων των ενοτήτων διακυβέρνησης και καταμερισμού αρμοδιοτήτων, του περιουσιακού, θεμάτων Ευρωπαϊκής Ένωσης και οικονομίας, του εδαφικού και της διεθνούς πτυχής της ασφάλειας.
Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Είναι αναγκαίο και σκόπιμο να υπάρξει μια καλή λύση τώρα, ο χρόνος δεν λειτουργεί υπέρ μας. Πρέπει να παραδειγματιστούμε από την εμπειρία του Σκοπιανού όπου στη θέση του Γκλιγκορόφ έχουμε σήμερα τον αδιάλλακτο κ. Γκρουέφσκι. Ποιος μας εγγυάται ότι δεν θα έχουμε αύριο ένα νέο Ντενκτάς στη θέση του κ. Ακιντζί; Άρα, η μη λύση δεν είναι λύση και μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες καταστάσεις με οδυνηρό κόστος και συνέπειες.
Η διαρκής συνεργασία και ο συντονισμός Ελλάδας και Κύπρου, αποτελούν αποφασιστικό παράγοντα εξεύρεσης συνολικής λύσης. Είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα οφείλει να στηρίζει τις αποφάσεις της Κύπρου χωρίς να επιβάλει περισσότερα από όσα μπορεί να αποδεχτεί ο κυπριακός λαός. Αυτή η γενική αρχή όμως δεν πρέπει να λειτουργήσει ως δικαιολογία για υπεκφυγές. Η ιστορική ευθύνη και οι δημοκρατικές διαδικασίες επιβάλουν η Κυβέρνηση αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης να έχουν ξεκάθαρες και ρητά διατυπωμένες θέσεις και όχι να κρύβονται πίσω από γενικόλογες τοποθετήσεις υιοθετώντας τον ρόλο του Πόντιου Πιλάτου, όπως έκανε πριν από λίγα χρόνια ο κ. Καραμανλής ως Πρωθυπουργός.
Σε κάθε περίπτωση, η λύση θα πρέπει να περιλαμβάνει τον τερματισμό της τουρκικής κατοχής και του εποικισμού, την δημιουργία ενός λειτουργικού κράτους και να συνάδει πλήρως με το κοινοτικό κεκτημένο. Μόνιμες αποκλίσεις από το κεκτημένο δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές, όχι μόνον από την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της. Επίσης, η λύση θα πρέπει να καταργεί το αναχρονιστικό πλαίσιο των εγγυήσεων που προβλεπόταν στο αρχικό Σύνταγμα της Κύπρου με βάση τις οποίες Ελλάδα, Τουρκία και Η.Β. είχαν το δικαίωμα παρέμβασης ακόμα και δια της βίας στο εσωτερικό της χώρας. Επιπρόσθετα θα πρέπει να τεθεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα για την αποχώρηση των ΕΛΔΥΚ και ΤΟΥΡΔΥΚ καθώς και του Τουρκικού σώματος στρατού που συνιστά τα στρατεύματα κατοχής. Τέλος, θα πρέπει να υπάρξει και ένα μεταβατικό πλαίσιο για την κατάργηση της Εθνικής Φρουράς και των τουρκοκυπριακών δυνάμεων, ενδεχομένως με την συνένωση τους υπό ένα νέο ενιαίο φορέα.
Ωστόσο υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που περιπλέκουν την κατάσταση και πρέπει να τους λάβουμε υπόψη μας για να μην βρεθούμε προ οδυνηρών εκπλήξεων. Οι πολιτικές φιλοδοξίες του κ. Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας και η συνολικότερη προσέγγιση του σε ζητήματα υψηλής πολιτικής πρέπει να μας προβληματίσουν. Βασικός στόχος του κ. Ερντογάν είναι η αλλαγή του τουρκικού συντάγματος ώστε να αποκτήσει υπερούσιες στο εσωτερικό της χώρας. Για να μπορέσει να το επιτύχει έχει αναπτύξει μια τακτική συμμαχία με τον υπερεθνικιστή κ. Μπαχτσελί. Με δεδομένη την πολιτική συγκύρια και το γεγονός ότι ο κ. Ερντογάν είναι ο παίχτης κλειδί, και ο μόνος που μπορεί να πάρει αποφάσεις τέτοιας σημασίας στην Τουρκιά, θα θελήσει άραγε να επιδείξει συμβιβαστική ή αντιθέτως μαξιμαλιστική στάση;
Εξίσου σημαντικό θέμα είναι το συνολικότερο ζήτημα των εγγυήσεων. Ορθά η Κυπριακή και η Ελληνική πλευρά έχουν εστιάσει σε αυτές μια και χωρίς την κατάργηση τους, το βασικότερο χαρακτηριστικό ενός κυριάρχου κράτους σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, δηλαδή το μονοπώλιο στη νόμιμη χρήση βίας στο εσωτερικό του, υπονομεύεται. Χρειάζεται όμως προσοχή γιατί αυτό το, πραγματικά σημαντικό, ζήτημα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως διαπραγματευτικό χαρτί το οποίο θα αποσυρθεί από την άλλη πλευρά από το τραπέζι την κατάλληλη στιγμή με αποτέλεσμα να αποδεχτούμε έναν ισοδύναμο συμβιβασμό σε άλλο πεδίο της συμφωνίας.
Ένα τέτοιο πεδίο θα μπορούσε να είναι η εναλλασσόμενη Προεδρία. Σήμερα, και με βάση το Σύνταγμα του 1960, η θέση του Προέδρου προβλέπεται να κατέχεται από Ελληνοκύπριο ενώ του αντιπροέδρου από Τουρκοκύπριο. Η Τουρκική πλευρά φέρεται να επιθυμεί την αντικατάσταση της σχετικής διάταξης από μια πρόβλεψη για την εκ περιτροπής άσκηση της Προεδρίας από εκπροσώπους των δυο κοινοτήτων. Αυτό θα ήταν λάθος. Είναι δεδομένο ότι για να υπάρξει μια βιώσιμη λύση, η εκλογή του προέδρου θα πρέπει να προκύπτει μέσα από την ενίσχυση της πολιτικής συνεργασίας ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Θα πρέπει να υπάρχει ένας κοινός «δήμος» για να αποφύγουμε την δημιουργία καθετοποιημένων, πολιτικά, εθνικών κοινοτήτων. Ταυτόχρονα, όμως, η λύση πρέπει να είναι και δημοκρατική. Η εκ περιτροπής προεδρία παραβιάζει την αρχή της αντιπροσωπευτικότητας, προσφέροντας δυσανάλογη αντιπροσώπευση στην μειοψηφία. Γιατί άραγε πρέπει να την αποδεχτούμε όταν ο επιζητούμενος πλουραλισμός μπορεί κάλλιστα να εξασφαλιστεί με άλλες μεθόδους (πχ: κοινό ψηφοδέλτιο προέδρου-αντιπροέδρου, ή ενισχυμένες εξουσίες του δεύτερου);
Κατά συνέπεια, η λειτουργικότητα του κράτους που θα προκύψει από τις συνομιλίες είναι ίσως το κορυφαίο ζήτημα που πρέπει να αποσαφηνιστεί. Η Ελληνική και η Κυπριακή πλευρά πρέπει να εστιάσουν ακριβώς σε αυτό το πεδίο μια και θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό και την στάση των ελληνοκύπριων ψηφοφόρων σε ένα ενδεχόμενο μελλοντικό δημοψήφισμα.
Άρθρο του Νίκου Ανδρουλάκη για το Κυπριακό
Λίγες ημέρες πριν από τον νέο γύρο δικοινοτικών διαπραγματεύσεων κορυφής στη Γενεύη για το Κυπριακό, η κινητικότητα που αναπτύσσεται είναι πολυεπίπεδη.
Φυσικά, το Κυπριακό ζήτημα έχει βαθιές ιστορικές ρίζες και διάφορες επί μέρους, εσωτερικές και εξωτερικές, πτυχές. Ωστόσο, από την παράνομη τουρκική εισβολή του 1974 και έκτοτε πρόκειται κυρίως για διεθνές ζήτημα εισβολής και κατοχής.
Σήμερα έχουμε μια ακόμα ευκαιρία για την επίλυση του στα πλαίσια μιας κοινά αποδέκτης λύσης και ενός ενιαίου κράτους. Οι συνεχιζόμενες μέχρι σήμερα δικοινοτικές συνομιλίες ξεκίνησαν με την Κοινή Διακήρυξη της 11ης Φεβρουαρίου 2014 η οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, την αλληλένδετη διαπραγμάτευση εφ’ όλων των διαφόρων πτυχών του κυπριακού, περιλαμβανομένων των ενοτήτων διακυβέρνησης και καταμερισμού αρμοδιοτήτων, του περιουσιακού, θεμάτων Ευρωπαϊκής Ένωσης και οικονομίας, του εδαφικού και της διεθνούς πτυχής της ασφάλειας.
Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Είναι αναγκαίο και σκόπιμο να υπάρξει μια καλή λύση τώρα, ο χρόνος δεν λειτουργεί υπέρ μας. Πρέπει να παραδειγματιστούμε από την εμπειρία του Σκοπιανού όπου στη θέση του Γκλιγκορόφ έχουμε σήμερα τον αδιάλλακτο κ. Γκρουέφσκι. Ποιος μας εγγυάται ότι δεν θα έχουμε αύριο ένα νέο Ντενκτάς στη θέση του κ. Ακιντζί; Άρα, η μη λύση δεν είναι λύση και μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες καταστάσεις με οδυνηρό κόστος και συνέπειες.
Η διαρκής συνεργασία και ο συντονισμός Ελλάδας και Κύπρου, αποτελούν αποφασιστικό παράγοντα εξεύρεσης συνολικής λύσης. Είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα οφείλει να στηρίζει τις αποφάσεις της Κύπρου χωρίς να επιβάλει περισσότερα από όσα μπορεί να αποδεχτεί ο κυπριακός λαός. Αυτή η γενική αρχή όμως δεν πρέπει να λειτουργήσει ως δικαιολογία για υπεκφυγές. Η ιστορική ευθύνη και οι δημοκρατικές διαδικασίες επιβάλουν η Κυβέρνηση αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης να έχουν ξεκάθαρες και ρητά διατυπωμένες θέσεις και όχι να κρύβονται πίσω από γενικόλογες τοποθετήσεις υιοθετώντας τον ρόλο του Πόντιου Πιλάτου, όπως έκανε πριν από λίγα χρόνια ο κ. Καραμανλής ως Πρωθυπουργός.
Σε κάθε περίπτωση, η λύση θα πρέπει να περιλαμβάνει τον τερματισμό της τουρκικής κατοχής και του εποικισμού, την δημιουργία ενός λειτουργικού κράτους και να συνάδει πλήρως με το κοινοτικό κεκτημένο. Μόνιμες αποκλίσεις από το κεκτημένο δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές, όχι μόνον από την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της. Επίσης, η λύση θα πρέπει να καταργεί το αναχρονιστικό πλαίσιο των εγγυήσεων που προβλεπόταν στο αρχικό Σύνταγμα της Κύπρου με βάση τις οποίες Ελλάδα, Τουρκία και Η.Β. είχαν το δικαίωμα παρέμβασης ακόμα και δια της βίας στο εσωτερικό της χώρας. Επιπρόσθετα θα πρέπει να τεθεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα για την αποχώρηση των ΕΛΔΥΚ και ΤΟΥΡΔΥΚ καθώς και του Τουρκικού σώματος στρατού που συνιστά τα στρατεύματα κατοχής. Τέλος, θα πρέπει να υπάρξει και ένα μεταβατικό πλαίσιο για την κατάργηση της Εθνικής Φρουράς και των τουρκοκυπριακών δυνάμεων, ενδεχομένως με την συνένωση τους υπό ένα νέο ενιαίο φορέα.
Ωστόσο υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που περιπλέκουν την κατάσταση και πρέπει να τους λάβουμε υπόψη μας για να μην βρεθούμε προ οδυνηρών εκπλήξεων. Οι πολιτικές φιλοδοξίες του κ. Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας και η συνολικότερη προσέγγιση του σε ζητήματα υψηλής πολιτικής πρέπει να μας προβληματίσουν. Βασικός στόχος του κ. Ερντογάν είναι η αλλαγή του τουρκικού συντάγματος ώστε να αποκτήσει υπερούσιες στο εσωτερικό της χώρας. Για να μπορέσει να το επιτύχει έχει αναπτύξει μια τακτική συμμαχία με τον υπερεθνικιστή κ. Μπαχτσελί. Με δεδομένη την πολιτική συγκύρια και το γεγονός ότι ο κ. Ερντογάν είναι ο παίχτης κλειδί, και ο μόνος που μπορεί να πάρει αποφάσεις τέτοιας σημασίας στην Τουρκιά, θα θελήσει άραγε να επιδείξει συμβιβαστική ή αντιθέτως μαξιμαλιστική στάση;
Εξίσου σημαντικό θέμα είναι το συνολικότερο ζήτημα των εγγυήσεων. Ορθά η Κυπριακή και η Ελληνική πλευρά έχουν εστιάσει σε αυτές μια και χωρίς την κατάργηση τους, το βασικότερο χαρακτηριστικό ενός κυριάρχου κράτους σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, δηλαδή το μονοπώλιο στη νόμιμη χρήση βίας στο εσωτερικό του, υπονομεύεται. Χρειάζεται όμως προσοχή γιατί αυτό το, πραγματικά σημαντικό, ζήτημα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως διαπραγματευτικό χαρτί το οποίο θα αποσυρθεί από την άλλη πλευρά από το τραπέζι την κατάλληλη στιγμή με αποτέλεσμα να αποδεχτούμε έναν ισοδύναμο συμβιβασμό σε άλλο πεδίο της συμφωνίας.
Ένα τέτοιο πεδίο θα μπορούσε να είναι η εναλλασσόμενη Προεδρία. Σήμερα, και με βάση το Σύνταγμα του 1960, η θέση του Προέδρου προβλέπεται να κατέχεται από Ελληνοκύπριο ενώ του αντιπροέδρου από Τουρκοκύπριο. Η Τουρκική πλευρά φέρεται να επιθυμεί την αντικατάσταση της σχετικής διάταξης από μια πρόβλεψη για την εκ περιτροπής άσκηση της Προεδρίας από εκπροσώπους των δυο κοινοτήτων. Αυτό θα ήταν λάθος. Είναι δεδομένο ότι για να υπάρξει μια βιώσιμη λύση, η εκλογή του προέδρου θα πρέπει να προκύπτει μέσα από την ενίσχυση της πολιτικής συνεργασίας ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Θα πρέπει να υπάρχει ένας κοινός «δήμος» για να αποφύγουμε την δημιουργία καθετοποιημένων, πολιτικά, εθνικών κοινοτήτων. Ταυτόχρονα, όμως, η λύση πρέπει να είναι και δημοκρατική. Η εκ περιτροπής προεδρία παραβιάζει την αρχή της αντιπροσωπευτικότητας, προσφέροντας δυσανάλογη αντιπροσώπευση στην μειοψηφία. Γιατί άραγε πρέπει να την αποδεχτούμε όταν ο επιζητούμενος πλουραλισμός μπορεί κάλλιστα να εξασφαλιστεί με άλλες μεθόδους (πχ: κοινό ψηφοδέλτιο προέδρου-αντιπροέδρου, ή ενισχυμένες εξουσίες του δεύτερου);
Κατά συνέπεια, η λειτουργικότητα του κράτους που θα προκύψει από τις συνομιλίες είναι ίσως το κορυφαίο ζήτημα που πρέπει να αποσαφηνιστεί. Η Ελληνική και η Κυπριακή πλευρά πρέπει να εστιάσουν ακριβώς σε αυτό το πεδίο μια και θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό και την στάση των ελληνοκύπριων ψηφοφόρων σε ένα ενδεχόμενο μελλοντικό δημοψήφισμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.