Σε ακραία φτώχεια το 13,6% των Ελλήνων, λόγω μνημονίων!
1,5 εκατ. Έλληνες χάνουν την μάχη για επιβίωση στην Ελλάδα των μνημονίων!
- Ακραία φτώχεια και δυστυχία, οι συνέπειες των μνημονίων!
Ακραία φτώχεια και δυστυχία έφεραν στην Ελλάδα τα μνημόνια, με 1.488.714 Έλληνες να δυσκολεύονται να επιβιώσουν, όπως προκύπτει από τα στοιχεία νέας έρευνας της διαΝΕΟσις. Κόντρα στην λιτότητα και την καταιγίδα μέτρων που επέβαλαν οι δανειστές, οι Έλληνες αντιστέκονται και σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, τα ποσοστά ακραίας φτώχειας μειώθηκαν για τρίτη χρονιά το 2016 και διαμορφώθηκαν στο 13,6% έναντι 15% το 2015, 15,7% το 2014 και 17,1% το 2013. Η καταστροφή των μνημονίων φαίνεται ξεκάθαρα από την σύγκριση με τα στοιχεία του 2009, όταν πριν μπούμε στα μνημόνια το ποσοστό της ακραίας φτώχειας, ήταν μόλις 2,2%.
Τώρα, με την αγορά εργασίας να συρρικνώνεται και τα νοικοκυριά να δίνουν μία άνιση μάχη επιβίωσης, τα στοιχεία της αγοράς, παρουσιάζουν μία εικόνα αλλεπάλληλων χτυπημάτων στην ελληνική Οικονομία, την τελευταία επταετία, με «πυρήνες» αντίστασης, από το 2015 και μετά. Από τον πληθυσμό που παλεύει με την φτώχεια, το 68,5% είναι άνεργοι και το 20,6% αυτοαπασχολούμενοι, το 2,9% συνταξιούχοι ενώ μόνο το 0,6% είναι υπάλληλοι σε δημόσιο ή τράπεζες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέλιξη της ακραίας φτώχειας για διαφορετικές ομάδες του πληθυσμού, π.χ. ανά δημογραφική κατηγορία. Πράγματι, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το πολύ υψηλό ποσοστό ακραίας
φτώχειας των νέων ηλικίας 18-29 ετών (22,6% το 2016), καθώς και το πολύ χαμηλό ποσοστό των ηλικιωμένων (2,4%). Επίσης, ενώ το 2011 οι άνδρες σημείωναν χαμηλότερα ποσοστά ακραίας φτώχειας από ό,τι οι γυναίκες
(8,7% έναντι 9,2%), από το 2012 και μετά ισχύει το αντίθετο (14% έναντι
13,2% το 2016).
Η έρευνα δείχνει ότι τα νοικοκυριά χωρίς παιδιά πράγματι αντιμετωπίζουν χαμηλότερα ποσοστά ακραίας φτώχειας από ότι οι οικογένειες με
παιδιά (11,5% έναντι 16,4% το 2016). Όμως, οι οικογένειες με τρία παιδιά
φαίνεται να βρίσκονται σε καλύτερη θέση (12,5%) από ό,τι εκείνες με ένα
(18,7%) ή δύο (15,1%) παιδιά, ενώ οι οικογένειες με τέσσερα ή περισσότερα
παιδιά καταγράφουν τα υψηλότερα ποσοστά ακραίας φτώχειας (22,1%).
Βέβαια, τα πολύτεκνα νοικοκυριά (με 4+ παιδιά) είναι λιγοστά: αντιστοιχούν
μόλις στο 0,35% του συνολικού πληθυσμού.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της διαΝΕΟσις, το ποσοστό ακραίας φτώχειας σε οικογένειες με παιδιά αυξήθηκε δραματικά από 12,5% το 2011 σε 21,8% το 2013, ενώ στη συνέχεια σημείωσε κάποια μείωση (σε 16,4% το 2016). Η υποχώρηση του ποσοστού ακραίας φτώχειας ήταν μεγαλύτερη για τις πολύτεκνες οικογένειες.
Σύμφωνα με την διαΝΕΟσις, η μεγάλη άνοδος της ανεργίας σε συνδυασμό με τα κενά του συστήματος κοινωνικής προστασίας έχουν προκαλέσει αξιοσημείωτη αύξηση της φτώχειας. Αυτό συνέβη, όχι μόνο επειδή η κρίση είναι βαθιά και παρατεταμένη, αλλά και επειδή το σύστημα κοινωνικής προστασίας απέτυχε να ενεργοποιήσει μηχανισμούς στήριξης του εισοδήματος των φτωχών και των ανέργων. Σε μεγάλο βαθμό, το πρόβλημα προϋπήρχε. Μέχρι τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, η κοινωνική δαπάνη στην Ελλάδα συνέκλινε προς τα μέσα επίπεδα της Ε.Ε. Παρ’ όλα αυτά, η υψηλή δαπάνη συμβάδιζε με τη διαιώνιση σημαντικών κενών προστασίας, με αποτέλεσμα η επίδοση του συστήματος κοινωνικής προστασίας (και ιδίως των κοινωνικών παροχών εκτός συντάξεων) στο πεδίο της μείωσης της φτώχειας να είναι πολύ χαμηλή.
Η κρίση, όπως αναφέρεται στην έρευνα, ανέδειξε τις τραγικές συνέπειές τους. Στη συνέχεια, το πρόβλημα επιδεινώθηκε, καθώς η αναγκαία αναβάθμιση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας παραμελήθηκε, ενώ η κατανομή των περιορισμένων πόρων σε συνθήκες της μεγαλύτερης δημοσιονομικής στενότητας υπήρξε συχνά ατελέσφορη, με την έννοια ότι συντέλεσε στη διεύρυνση των κενών προστασίας παρά στην κάλυψή τους.
Όμως, όπως αναφέρεται από τη διαΝΕΟσις, παρά τη ρητορική έμφαση στην ≪ανθρωπιστική κρίση≫ που φέρεται να αντιμετωπίζει η χώρα, εξαιτίας των προγραμμάτων διάσωσης, η φιλοσοφία της σημερινής κυβέρνησης στον τομέα της κοινωνικής προστασίας των φτωχών και των ανέργων λίγο διαφέρει απο την φιλοσοφία προηγούμενων κυβερνήσεων: υποτίμηση του προβλήματος, εμμονή σε ξεπερασμένα πρότυπα, αργά ανακλαστικά, ανεπαρκής προετοιμασία, χαμηλή τεχνογνωσία, έλλειψη ενδιαφέροντος.
Κάποια πρόοδος προς την κατεύθυνση της ενδυνάμωσης του κοινωνικού
διχτυού ασφαλείας οπωσδήποτε σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια. Σχεδόν
όλα τα θετικά βήματα με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την αργή και
βασανιστική πορεία προς την εφαρμογή ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος συνάντησαν αρχικά τη δυσπιστία, την αδιαφορία και μερικές
φορές την ανοιχτή εχθρότητα της ελληνικής πλευράς.
Πώς επιβιώνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι;
Στα όριά τους εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, «τρώνε από τα έτοιμα» (που τελειώνουν), για να επιβιώσουν! Στην έκθεση, ο αριθμός των ακραία φτωχών υπολογίζεται με βάση το εισόδημα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι περισσότεροι, τα καταφέρνουν, με όλο και μεγαλύτερη δυσκολία, να διατηρούν ακόμη ένα ελάχιστο επίπεδο κατανάλωσης. Αυτό το επιτυγχάνουν είτε αντλώντας από αποταμιεύσεις είχαν δημιουργήσει στο παρελθόν είτε ρευστοποιώντας περιουσιακά στοιχεία (π.χ. χρυσαφικά) είτε χρεώνοντας πιστωτικές κάρτες (μάλλον όχι πια καταναλωτικά δάνεια) είτε απλώς συσσωρεύοντας χρέη (π.χ. στην εφορία, στα ασφαλιστικά ταμεία ή στην τράπεζα για στεγαστικά δάνεια) είτε αφήνοντας απλήρωτους διάφορους λογαριασμούς (π.χ. ενοίκια, κοινόχρηστα κτλ.). Φυσικά, κάποιοι αντιμετωπίζουν οξύ πρόβλημα επιβίωσης. Όσο παρατείνεται η κρίση, και χωρίς έναν δραστικό ανασχεδιασμό της πολιτικής κατά της φτώχειας, ο αριθμός τους μοιραία θα αυξάνεται.
Οι οικογένειες που δεν έχουν να ταΐσουν τα παιδιά τους!
Το πιο άσχημο πρόσωπο της κρίσης, βλέπουν χιλιάδες ελληνικές οικογένειες που βρίσκονται αντιμέτωπες με τον υποσιτισμό, που όπως αναφέρει η έρευνα, είναι ασφαλώς η οδυνηρότερη εκδοχή της φτώχειας. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat αναφέρουν ότι 15,8% των οικογενειών με παιδιά στην Ελλάδα (έναντι 9,4% στην Ε.Ε.) δεν είχαν το 2014 την οικονομική δυνατότητα να καταναλώνουν μέρα παρά μέρα είτε κρέας είτε ψάρι είτε κάποιο χορτοφαγικό ισοδύναμο. Το αντίστοιχο ποσοστό στις οικογένειες με παιδιά που είχαν εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του διαμέσου έφτανε το 47% (έναντι 22,8% στην Ε.Ε.). Σε πρόσφατη έρευνα, το 5,4%, των μαθητών που ρωτήθηκαν, ανέφερε ότι η οικογένειά τους δεν είχε χρήματα για να αγοράσει τρόφιμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.