Άρθρο Δημ. Παπαδημούλη στην εφ/δα "Νέα Σελίδα"
«Η επόμενη γερμανική κυβέρνηση οφείλει να αφουγκραστεί επιτέλους τις ανησυχίες των Ευρωπαίων πολιτών και να προχωρήσει στις αναγκαίες θεσμικές μεταρρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
• «Το μοντέλο της γερμανικής οικονομίας επί ημερών Μέρκελ στηρίζεται στις εξαγωγές, αποδυναμώνει την εσωτερική αγορά και βαθαίνει τις κοινωνικές ανισότητες».
• Άρθρο του Δημήτρη Παπαδημούλη στη «Νέα Σελίδα».
Άρθρο του Αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρη Παπαδημούλη, φιλοξενεί η κυριακάτικη εφημερίδα «Νέα Σελίδα», με θέμα τις γερμανικές εκλογές και τις προκλήσεις για την Ευρώπη.
Ο Δημήτρης Παπαδημούλης σημειώνει πως η γερμανική κυβέρνηση επί ημερών Μέρκελ διαμόρφωσε τις συνθήκες ιδεολογικής μετατόπισης των ευρωπαϊκών πολιτικών «προς ένα ακραία συντηρητικό και μετέπειτα νεοφιλελεύθερο άξονα, με την επιβολή μιας ατζέντας που αποδυνάμωνε διαρκώς την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης», με τη μετατόπιση αυτή να αποτυπώνεται «στις πολιτικές της Κομισιόν, στην αποδυνάμωση των ευρωπαϊκών θεσμών, στην ενεργή προώθηση ενός αυστηρού δημοσιονομικού πλαισίου λιτότητας που όξυνε τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, και αποδυνάμωσε τις πολιτικές σύγκλισης».
Αναφορικά με τα υπερδιογκωμένα εμπορικά πλεονάσματα της γερμανικής οικονομίας και την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, ο Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τονίζει πως «δεν αξιοποιήθηκαν προς όφελος της πραγματικής ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας και της αποκατάστασης των κοινωνικών ανισοτήτων», συμπληρώνοντας ότι «ο δείκτης επενδύσεων στο εσωτερικό παραμένει χαμηλός, η ετήσια αύξηση μισθών είναι επίσης ιδιαίτερα χαμηλή, ο δείκτης κατανάλωσης κινείται σε απογοητευτικά επίπεδα, ενώ τα εισοδήματα και η απασχόληση στην Ανατολική Γερμανία παραμένουν πολύ χαμηλότερα από τα αντίστοιχα της Δυτικής Γερμανίας, εικοσιεπτά χρόνια μετά την ενοποίηση».
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο Δημήτρης Παπαδημούλης στάθηκε στο γεγονός ότι «η συμβολή της γερμανικής κυβέρνησης στους βασικούς στρατηγικούς πυλώνες της κοινωνικής και οικονομικής σύγκλισης, στη φορολογική εναρμόνιση και στην πάταξη της φοροδιαφυγής, στη σημασία της συλλογικής ηγεσίας και της οικονομικής διακυβέρνησης, έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση», προσθέτοντας ότι «το διακύβευμα των γερμανικών εκλογών είναι εάν και κατά πόσο η επόμενη κυβέρνηση θα αντιληφθεί αυτές τις αδυναμίες και ανησυχίες που αφορούν τόσο τους ίδιους τους Γερμανούς, όσο και τους Ευρωπαίους πολίτες».
Για τη γερμανική Αριστερά, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ υπογράμμισε πως «κάνει μια πολύ σημαντική προσπάθεια για να αναδείξει τα προβλήματα της γερμανικής οικονομίας και τις βαθιές κοινωνικές ανισότητες, όπως επίσης και την ανάγκη μιας πιο ευρωκεντρικής πολιτικής προσέγγισης από την κυβέρνηση», θέτοντας στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης «την ανάγκη αύξησης των δημόσιων επενδύσεων και την εφαρμογή πολιτικών που θα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις κοινωνικές ανισότητες, τον κίνδυνο αναζωπύρωσης του εθνικισμού και της ρητορικής του μίσους».
Κλείνοντας, ο Δημήτρης Παπαδημούλης τόνισε πως εάν η νέα γερμανική κυβέρνηση δεν προχωρήσει στις απαραίτητες θεσμικές μεταρρυθμίσεις και παραμείνει αμετακίνητη στις υπάρχουσες «οικονομικές και πολιτικές αγκυλώσεις», το μόνο που θα καταφέρει θα είναι να «ενισχύσει τις διαλυτικές τάσεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα».
Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο:
Χρειαζόμαστε μια πιο «ευρωπαϊκή» Γερμανία
Η πορεία της προεκλογικής εκστρατείας στη Γερμανία μέχρι τώρα, αλλά και το ευρύτερο πολιτικό σκηνικό, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, μας οδηγούν σε κάποια πολύ βασικά συμπεράσματα που επαληθεύουν τόσο τα αίτια της μεγάλης θεσμικής και οικονομικής κρίσης στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, όσο και την πορεία της γερμανικής οικονομίας επί ηγεσίας Μέρκελ.
Το πρώτο συμπέρασμα είναι πως η γερμανική πολιτική ηγεσία, ήδη από το 2005 και την πρώτη εκλογή της Καγκελαρίου Μέρκελ, άρχισε να διαμορφώνει τις συνθήκες ιδεολογικής μετατόπισης των ευρωπαϊκών πολιτικών προς ένα ακραία συντηρητικό και μετέπειτα νεοφιλελεύθερο άξονα, με την επιβολή μιας ατζέντας που αποδυνάμωνε διαρκώς την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η μετατόπιση αυτή αποτυπώθηκε στη χάραξη πολιτικής της Κομισιόν, στην αποδυνάμωση των ευρωπαϊκών θεσμών, στην ενεργή προώθηση ενός αυστηρού δημοσιονομικού πλαισίου λιτότητας που όξυνε τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, αποθάρρυνε τις πολιτικές σύγκλισης και διαμόρφωσε ένα περιοριστικό πλαίσιο για οποιαδήποτε προσπάθεια αναθεώρησης των εφαρμοζόμενων πολιτικών.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως, κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, σημαντικοί δείκτες της γερμανικής οικονομίας ενισχύθηκαν δυσανάλογα εις βάρος των υπόλοιπων κρατών-μελών. Ωστόσο, η υπερ-συσσώρευση κεφαλαίου και εμπορικών πλεονασμάτων δεν αξιοποιήθηκαν προς όφελος της πραγματικής ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας και της αποκατάστασης των κοινωνικών ανισοτήτων.
Ο δείκτης επενδύσεων στο εσωτερικό παραμένει χαμηλός, η ετήσια αύξηση μισθών είναι επίσης ιδιαίτερα χαμηλή -και κατά πολύ χαμηλότερη από το μέσο όρο των κρατών του ΟΟΣΑ- ενώ και ο δείκτης κατανάλωσης κινείται σε απογοητευτικά επίπεδα. Την ίδια στιγμή, η ανισότητα συνεχίζει να χωρίζει τη χώρα στα δύο, καθώς τα εισοδήματα και η απασχόληση στην Ανατολική Γερμανία παραμένουν πολύ χαμηλότερα από τα αντίστοιχα της Δυτικής Γερμανίας, εικοσιεπτά χρόνια μετά την ενοποίηση.
Το μοντέλο της γερμανικής οικονομίας επί ημερών Μέρκελ στηρίζεται ως επί το πλείστον στις εξαγωγές, αποδυναμώνοντας την εσωτερική αγορά και δημιουργώντας χάσμα μεταξύ των οικονομικών μεγεθών και του εισοδηματικού επιπέδου των μικρών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Με δύο λόγια, η γερμανική οικονομία έχει γίνει ένας μεγάλος κουμπαράς που συνεχώς γεμίζει, χωρίς όμως να αξιοποιείται.
Το τρίτο συμπέρασμα αφορά στον τρόπο με τον οποίο η παρούσα γερμανική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται την ενοποιητική διαδικασία στην Ευρώπη. Η συμβολή της γερμανικής κυβέρνησης στους βασικούς στρατηγικούς πυλώνες της κοινωνικής και οικονομικής σύγκλισης, στη φορολογική εναρμόνιση και στην πάταξη της φοροδιαφυγής, στη σημασία της συλλογικής ηγεσίας και της οικονομικής διακυβέρνησης, έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση.
Η αποδυνάμωση των συστατικών στοιχείων της ενοποιητικής διαδικασίας, όπως ο σεβασμός στην αλληλεγγύη και στη διαφορετικότητα, στην ανάγκη κοινωνικών και περιφερειακών συγκλίσεων, στη σημασία της αμοιβαιότητας και της λήψης συλλογικών αποφάσεων, ενισχύουν την αμφισβήτηση, τις συγκρούσεις και τις διαλυτικές τάσεις εντός ΕΕ.
Κατά συνέπεια, το διακύβευμα των γερμανικών εκλογών είναι εάν και κατά πόσο η επόμενη κυβέρνηση θα αντιληφθεί αυτές τις αδυναμίες και ανησυχίες που αφορούν τόσο τους ίδιους τους Γερμανούς, όσο και τους Ευρωπαίους πολίτες.
Η Μέρκελ συνεχίζει να εμπνέει ένα μεγάλο τμήμα του γερμανικού εκλογικού σώματος, αλλά όχι τους Ευρωπαίους πολίτες. Το παράδειγμα της πανευρωπαϊκής αλληλεγγύης προς την Ελλάδα και το μεγάλο εγχείρημα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όσο και οι συνολικές συνέπειες των οικονομικών λιτότητας στην Ευρωζώνη, έχουν ενδυναμώσει τις προοδευτικές δυνάμεις στην ΕΕ, αλλά όχι στη Γερμανία, που συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη, κυρίως του ευρωπαϊκού Νότου και της Γαλλίας, δεν έχει υποστεί με οδυνηρό τρόπο τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Με άλλα λόγια, οι ευρύτερες κοινωνικο-οικονομικές ανατροπές που λαμβάνουν χώρα σε ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης τα τελευταία οχτώ χρόνια, δεν έχουν επηρεάσει σημαντικά την πολιτική πραγματικότητα στη Γερμανία.
Η γερμανική Αριστερά κάνει μια πολύ σημαντική προσπάθεια για να αναδείξει τα προβλήματα της γερμανικής οικονομίας και τις βαθιές κοινωνικές ανισότητες, όπως επίσης και την ανάγκη μιας πιο ευρωκεντρικής πολιτικής προσέγγισης από την κυβέρνηση, θέτοντας στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης την ανάγκη αύξησης των δημόσιων επενδύσεων και την εφαρμογή πολιτικών που θα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις κοινωνικές ανισότητες, τον κίνδυνο αναζωπύρωσης του εθνικισμού και της ρητορικής του μίσους.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως έχει παρατηρηθεί επίσης σε ολόκληρη την Ευρώπη κατά τη διάρκεια της κορύφωσης των πολιτικών λιτότητας, η πίεση πάνω στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό μεταδόθηκε στη σφαίρα της πολιτικής και της ιδεολογίας, οδηγώντας στην άνοδο ακροδεξιών κινημάτων. Στη Γερμανία, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εθνικιστικό και ξενοφοβικό AfD, ενώ το ακραία νεοφιλελεύθερο FDP επιστρέφει πιθανότατα στο γερμανικό Κοινοβούλιο, με κεντρική στρατηγική επιλογή τη συνέχιση των καταστροφικών πολιτικών λιτότητας στην Ευρωζώνη και την ευθεία αμφισβήτηση των πολιτικών συνοχής της ΕΕ.
Η πολιτική φθορά του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος από τη συγκυβέρνηση με τους χριστιανοδημοκράτες είναι κάτι παραπάνω από φανερή, όπως επίσης και η αδυναμία του Σουλτς να τονώσει τις διακριτές ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων και των νεοφιλελεύθερων δυνάμεων, όπως αυτές αναπτύσσονται σε άλλες χώρες της ΕΕ, όπως για παράδειγμα στη Πορτογαλία και στην Ισπανία.
Μέσα σε αυτό το σύνθετο πολιτικό σκηνικό, εκείνο που οφείλει η επόμενη γερμανική κυβέρνηση να κάνει είναι να αφουγκραστεί επιτέλους τις ανησυχίες ενός μεγάλου τμήματος των Ευρωπαίων πολιτών, και να προχωρήσει στις αναγκαίες θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Διαφορετικά, η εμμονή στις υπάρχουσες οικονομικές και πολιτικές αγκυλώσεις θα ενισχύσει τις διαλυτικές τάσεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
• «Το μοντέλο της γερμανικής οικονομίας επί ημερών Μέρκελ στηρίζεται στις εξαγωγές, αποδυναμώνει την εσωτερική αγορά και βαθαίνει τις κοινωνικές ανισότητες».
• Άρθρο του Δημήτρη Παπαδημούλη στη «Νέα Σελίδα».
Άρθρο του Αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρη Παπαδημούλη, φιλοξενεί η κυριακάτικη εφημερίδα «Νέα Σελίδα», με θέμα τις γερμανικές εκλογές και τις προκλήσεις για την Ευρώπη.
Ο Δημήτρης Παπαδημούλης σημειώνει πως η γερμανική κυβέρνηση επί ημερών Μέρκελ διαμόρφωσε τις συνθήκες ιδεολογικής μετατόπισης των ευρωπαϊκών πολιτικών «προς ένα ακραία συντηρητικό και μετέπειτα νεοφιλελεύθερο άξονα, με την επιβολή μιας ατζέντας που αποδυνάμωνε διαρκώς την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης», με τη μετατόπιση αυτή να αποτυπώνεται «στις πολιτικές της Κομισιόν, στην αποδυνάμωση των ευρωπαϊκών θεσμών, στην ενεργή προώθηση ενός αυστηρού δημοσιονομικού πλαισίου λιτότητας που όξυνε τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, και αποδυνάμωσε τις πολιτικές σύγκλισης».
Αναφορικά με τα υπερδιογκωμένα εμπορικά πλεονάσματα της γερμανικής οικονομίας και την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, ο Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τονίζει πως «δεν αξιοποιήθηκαν προς όφελος της πραγματικής ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας και της αποκατάστασης των κοινωνικών ανισοτήτων», συμπληρώνοντας ότι «ο δείκτης επενδύσεων στο εσωτερικό παραμένει χαμηλός, η ετήσια αύξηση μισθών είναι επίσης ιδιαίτερα χαμηλή, ο δείκτης κατανάλωσης κινείται σε απογοητευτικά επίπεδα, ενώ τα εισοδήματα και η απασχόληση στην Ανατολική Γερμανία παραμένουν πολύ χαμηλότερα από τα αντίστοιχα της Δυτικής Γερμανίας, εικοσιεπτά χρόνια μετά την ενοποίηση».
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο Δημήτρης Παπαδημούλης στάθηκε στο γεγονός ότι «η συμβολή της γερμανικής κυβέρνησης στους βασικούς στρατηγικούς πυλώνες της κοινωνικής και οικονομικής σύγκλισης, στη φορολογική εναρμόνιση και στην πάταξη της φοροδιαφυγής, στη σημασία της συλλογικής ηγεσίας και της οικονομικής διακυβέρνησης, έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση», προσθέτοντας ότι «το διακύβευμα των γερμανικών εκλογών είναι εάν και κατά πόσο η επόμενη κυβέρνηση θα αντιληφθεί αυτές τις αδυναμίες και ανησυχίες που αφορούν τόσο τους ίδιους τους Γερμανούς, όσο και τους Ευρωπαίους πολίτες».
Για τη γερμανική Αριστερά, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ υπογράμμισε πως «κάνει μια πολύ σημαντική προσπάθεια για να αναδείξει τα προβλήματα της γερμανικής οικονομίας και τις βαθιές κοινωνικές ανισότητες, όπως επίσης και την ανάγκη μιας πιο ευρωκεντρικής πολιτικής προσέγγισης από την κυβέρνηση», θέτοντας στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης «την ανάγκη αύξησης των δημόσιων επενδύσεων και την εφαρμογή πολιτικών που θα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις κοινωνικές ανισότητες, τον κίνδυνο αναζωπύρωσης του εθνικισμού και της ρητορικής του μίσους».
Κλείνοντας, ο Δημήτρης Παπαδημούλης τόνισε πως εάν η νέα γερμανική κυβέρνηση δεν προχωρήσει στις απαραίτητες θεσμικές μεταρρυθμίσεις και παραμείνει αμετακίνητη στις υπάρχουσες «οικονομικές και πολιτικές αγκυλώσεις», το μόνο που θα καταφέρει θα είναι να «ενισχύσει τις διαλυτικές τάσεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα».
Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο:
Χρειαζόμαστε μια πιο «ευρωπαϊκή» Γερμανία
Η πορεία της προεκλογικής εκστρατείας στη Γερμανία μέχρι τώρα, αλλά και το ευρύτερο πολιτικό σκηνικό, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, μας οδηγούν σε κάποια πολύ βασικά συμπεράσματα που επαληθεύουν τόσο τα αίτια της μεγάλης θεσμικής και οικονομικής κρίσης στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, όσο και την πορεία της γερμανικής οικονομίας επί ηγεσίας Μέρκελ.
Το πρώτο συμπέρασμα είναι πως η γερμανική πολιτική ηγεσία, ήδη από το 2005 και την πρώτη εκλογή της Καγκελαρίου Μέρκελ, άρχισε να διαμορφώνει τις συνθήκες ιδεολογικής μετατόπισης των ευρωπαϊκών πολιτικών προς ένα ακραία συντηρητικό και μετέπειτα νεοφιλελεύθερο άξονα, με την επιβολή μιας ατζέντας που αποδυνάμωνε διαρκώς την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η μετατόπιση αυτή αποτυπώθηκε στη χάραξη πολιτικής της Κομισιόν, στην αποδυνάμωση των ευρωπαϊκών θεσμών, στην ενεργή προώθηση ενός αυστηρού δημοσιονομικού πλαισίου λιτότητας που όξυνε τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, αποθάρρυνε τις πολιτικές σύγκλισης και διαμόρφωσε ένα περιοριστικό πλαίσιο για οποιαδήποτε προσπάθεια αναθεώρησης των εφαρμοζόμενων πολιτικών.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως, κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, σημαντικοί δείκτες της γερμανικής οικονομίας ενισχύθηκαν δυσανάλογα εις βάρος των υπόλοιπων κρατών-μελών. Ωστόσο, η υπερ-συσσώρευση κεφαλαίου και εμπορικών πλεονασμάτων δεν αξιοποιήθηκαν προς όφελος της πραγματικής ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας και της αποκατάστασης των κοινωνικών ανισοτήτων.
Ο δείκτης επενδύσεων στο εσωτερικό παραμένει χαμηλός, η ετήσια αύξηση μισθών είναι επίσης ιδιαίτερα χαμηλή -και κατά πολύ χαμηλότερη από το μέσο όρο των κρατών του ΟΟΣΑ- ενώ και ο δείκτης κατανάλωσης κινείται σε απογοητευτικά επίπεδα. Την ίδια στιγμή, η ανισότητα συνεχίζει να χωρίζει τη χώρα στα δύο, καθώς τα εισοδήματα και η απασχόληση στην Ανατολική Γερμανία παραμένουν πολύ χαμηλότερα από τα αντίστοιχα της Δυτικής Γερμανίας, εικοσιεπτά χρόνια μετά την ενοποίηση.
Το μοντέλο της γερμανικής οικονομίας επί ημερών Μέρκελ στηρίζεται ως επί το πλείστον στις εξαγωγές, αποδυναμώνοντας την εσωτερική αγορά και δημιουργώντας χάσμα μεταξύ των οικονομικών μεγεθών και του εισοδηματικού επιπέδου των μικρών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Με δύο λόγια, η γερμανική οικονομία έχει γίνει ένας μεγάλος κουμπαράς που συνεχώς γεμίζει, χωρίς όμως να αξιοποιείται.
Το τρίτο συμπέρασμα αφορά στον τρόπο με τον οποίο η παρούσα γερμανική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται την ενοποιητική διαδικασία στην Ευρώπη. Η συμβολή της γερμανικής κυβέρνησης στους βασικούς στρατηγικούς πυλώνες της κοινωνικής και οικονομικής σύγκλισης, στη φορολογική εναρμόνιση και στην πάταξη της φοροδιαφυγής, στη σημασία της συλλογικής ηγεσίας και της οικονομικής διακυβέρνησης, έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση.
Η αποδυνάμωση των συστατικών στοιχείων της ενοποιητικής διαδικασίας, όπως ο σεβασμός στην αλληλεγγύη και στη διαφορετικότητα, στην ανάγκη κοινωνικών και περιφερειακών συγκλίσεων, στη σημασία της αμοιβαιότητας και της λήψης συλλογικών αποφάσεων, ενισχύουν την αμφισβήτηση, τις συγκρούσεις και τις διαλυτικές τάσεις εντός ΕΕ.
Κατά συνέπεια, το διακύβευμα των γερμανικών εκλογών είναι εάν και κατά πόσο η επόμενη κυβέρνηση θα αντιληφθεί αυτές τις αδυναμίες και ανησυχίες που αφορούν τόσο τους ίδιους τους Γερμανούς, όσο και τους Ευρωπαίους πολίτες.
Η Μέρκελ συνεχίζει να εμπνέει ένα μεγάλο τμήμα του γερμανικού εκλογικού σώματος, αλλά όχι τους Ευρωπαίους πολίτες. Το παράδειγμα της πανευρωπαϊκής αλληλεγγύης προς την Ελλάδα και το μεγάλο εγχείρημα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όσο και οι συνολικές συνέπειες των οικονομικών λιτότητας στην Ευρωζώνη, έχουν ενδυναμώσει τις προοδευτικές δυνάμεις στην ΕΕ, αλλά όχι στη Γερμανία, που συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη, κυρίως του ευρωπαϊκού Νότου και της Γαλλίας, δεν έχει υποστεί με οδυνηρό τρόπο τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Με άλλα λόγια, οι ευρύτερες κοινωνικο-οικονομικές ανατροπές που λαμβάνουν χώρα σε ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης τα τελευταία οχτώ χρόνια, δεν έχουν επηρεάσει σημαντικά την πολιτική πραγματικότητα στη Γερμανία.
Η γερμανική Αριστερά κάνει μια πολύ σημαντική προσπάθεια για να αναδείξει τα προβλήματα της γερμανικής οικονομίας και τις βαθιές κοινωνικές ανισότητες, όπως επίσης και την ανάγκη μιας πιο ευρωκεντρικής πολιτικής προσέγγισης από την κυβέρνηση, θέτοντας στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης την ανάγκη αύξησης των δημόσιων επενδύσεων και την εφαρμογή πολιτικών που θα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις κοινωνικές ανισότητες, τον κίνδυνο αναζωπύρωσης του εθνικισμού και της ρητορικής του μίσους.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως έχει παρατηρηθεί επίσης σε ολόκληρη την Ευρώπη κατά τη διάρκεια της κορύφωσης των πολιτικών λιτότητας, η πίεση πάνω στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό μεταδόθηκε στη σφαίρα της πολιτικής και της ιδεολογίας, οδηγώντας στην άνοδο ακροδεξιών κινημάτων. Στη Γερμανία, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εθνικιστικό και ξενοφοβικό AfD, ενώ το ακραία νεοφιλελεύθερο FDP επιστρέφει πιθανότατα στο γερμανικό Κοινοβούλιο, με κεντρική στρατηγική επιλογή τη συνέχιση των καταστροφικών πολιτικών λιτότητας στην Ευρωζώνη και την ευθεία αμφισβήτηση των πολιτικών συνοχής της ΕΕ.
Η πολιτική φθορά του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος από τη συγκυβέρνηση με τους χριστιανοδημοκράτες είναι κάτι παραπάνω από φανερή, όπως επίσης και η αδυναμία του Σουλτς να τονώσει τις διακριτές ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων και των νεοφιλελεύθερων δυνάμεων, όπως αυτές αναπτύσσονται σε άλλες χώρες της ΕΕ, όπως για παράδειγμα στη Πορτογαλία και στην Ισπανία.
Μέσα σε αυτό το σύνθετο πολιτικό σκηνικό, εκείνο που οφείλει η επόμενη γερμανική κυβέρνηση να κάνει είναι να αφουγκραστεί επιτέλους τις ανησυχίες ενός μεγάλου τμήματος των Ευρωπαίων πολιτών, και να προχωρήσει στις αναγκαίες θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Διαφορετικά, η εμμονή στις υπάρχουσες οικονομικές και πολιτικές αγκυλώσεις θα ενισχύσει τις διαλυτικές τάσεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.