Παρέμβαση του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στη συζήτηση στη Βουλή για το Πολυνομοσχέδιο
Παρέμβαση του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στη συζήτηση στη Βουλή για το Πολυνομοσχέδιο
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ζήτησα να πάρω τον λόγο γιατί αισθάνομαι ότι σήμερα η συνεδρίαση και η ψηφοφορία αυτή έχει έναν ιστορικό χαρακτήρα. Διότι είναι η τελευταία συνεδρίαση και η τελευταία ψηφοφορία μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια που σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα ψηφίζουμε έναν νόμο ο οποίος είναι αποτέλεσμα όχι των επιλογών, αν θέλετε, αυτοβούλως της Κυβέρνησης, της όποιας κυβέρνησης, αλλά αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, που εδώ και οκτώ χρόνια βρίσκονται σε πολύ στενή σχέση και επαφή καθοδηγώντας κατά γράμμα τις κινήσεις όλων των ελληνικών κυβερνήσεων με τα μνημόνια τα οποία ήταν αποτέλεσμα της χρεοκοπίας της χώρας. Έχει λοιπόν, μια ιστορική αξία αυτή η συνεδρίαση.
Είναι η τελευταία φορά, ψηφίζουμε τα τελευταία μέτρα της τελευταίας αξιολόγησης, του τελευταίου προγράμματος στήριξης της χώρας και πιστεύω ότι αυτό από μόνο του αποτελεί ένα γεγονός ιστορικής σημασίας που γεμίζει με αισιοδοξία όλους μας.
Τιμήσαμε τις δεσμεύσεις μας, η αξιοπιστία της χώρας αποκαταστάθηκε απέναντι στους Ευρωπαίους εταίρους. Η Ελλάδα τελειώνει οριστικά τα προγράμματα στήριξης τον ερχόμενο Αύγουστο.
Αντιμετωπίσαμε όλο αυτό το διάστημα -ομολογώ- μεγάλες προκλήσεις. Βρεθήκαμε μπροστά σε δύσκολες αποφάσεις, πήραμε δύσκολες αποφάσεις. Αντιμετωπίσαμε, αν θέλετε, και ζητήματα ιστορικά που ταλάνιζαν την Ελλάδα για πολλά χρόνια. Προχωρήσαμε σε δύσκολες μεταρρυθμίσεις, πολλές από αυτές αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και άλλες που εμπεριείχαν το σπέρμα της αδικίας. Όμως, πιστεύω ότι στο τέλος της ημέρας τόσο ο ιστορικός του μέλλοντος όσο και ο λαός που θα μας κρίνει όλους μας -και μας κρίνει όλους μας- για τις επιλογές μας, θα αποφανθεί ότι πράξαμε σωστά.
Επιτρέψτε μου δυο λόγια όχι αποτίμησης, αλλά -αν θέλετε- δυο λόγια σύγκρισης για το πού βρεθήκαμε τον Γενάρη του 2015 και πού βρισκόμαστε σήμερα, στην τελευταία στροφή πριν από το τέλος αυτής της μακράς περιόδου που θα θέλει ο καθένας από μας και ο τελευταίος Έλληνας πολίτης σύντομα να ξεχάσει.
Παραλάβαμε μια χώρα με άδεια ταμεία, στο χείλος της χρεωκοπίας μετά από μια πενταετία, σε προγράμματα στήριξης -παρ’ όλα αυτά, όμως, εκτός δημοσιονομικών στόχων- και πετύχαμε μετά από μεγάλες δυσκολίες και κόπους και δύσκολες αποφάσεις επί τρία συναπτά έτη όχι μόνο να πιάνουμε τους δημοσιονομικούς στόχους του προγράμματος, αλλά να έχουμε και υπεραπόδοση έναντι αυτών των στόχων. Παραλάβαμε μια οικονομία σε συνεχή ύφεση, επαναλαμβάνω παρά το γεγονός ότι ήταν για πέντε συνεχόμενα χρόνια σε προγράμματα στήριξης, δύο στη σειρά.
Φέτος για πρώτη φορά μετά το 2008 καταγράφηκε σημαντική ανάπτυξη το 2017 και το 2018. Το πρώτο τρίμηνο του 2018 είχαμε ρυθμούς ανάπτυξης 2,3%, σχεδόν διπλάσιο μέγεθος από το σύνολο της ευρωζώνης. Παραλάβαμε μια χώρα, εσκεμμένα τότε, με εντελώς άδεια ταμεία, που σήμερα έχει απόθεμα ρευστότητας και δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές.
Παραλάβαμε ένα κράτος που ξόδευε τα ευρωπαϊκά κονδύλια, τους ευρωπαϊκούς πόρους, για να εξυπηρετήσει «φίλους» και φίλια συμφέροντα του τότε κυβερνητικού καθεστώτος και σήμερα δεχόμαστε συγχαρητήρια από όλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πρώτα απ’ όλα από τον Πρόεδρο της Κομισιόν, τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, από αυτό εδώ το βήμα, γιατί καταφέραμε η χώρα να είναι πρώτη σε απορροφητικότητα σε ευρωπαϊκά κονδύλια τόσο σε ό,τι έχει να κάνει με το Ταμείο Συνοχής όσο όμως και σε εντάξεις που αφορούν προγράμματα για το Πρόγραμμα Γιούνκερ.
Παραλάβαμε μια χώρα εις την οποία στη συνείδηση του μέσου Έλληνα η λέξη «μεταρρύθμιση» ήταν ταυτισμένη με τη λέξη «περικοπή». Και σήμερα, βρισκόμαστε στο σημείο εκείνο όπου σημαντικότατες δομικές μεταρρυθμίσεις έχουν προχωρήσει, που δεν είχαν προχωρήσει ποτέ σε αυτόν τον τόπο, με γενναίες αποφάσεις και βρισκόμαστε στις πρώτες θέσεις του ΟΟΣΑ στη λίστα των χωρών με το σημαντικότερο μεταρρυθμιστικό έργο.
Παραλάβαμε μια χώρα που βίωνε διεθνή απομόνωση και σήμερα αποκαθιστά τον διεθνή, τον ηγετικό της ρόλο τόσο στα Βαλκάνια όσο και στην εύθραυστη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Βρισκόμαστε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, λίγο πριν από μια κρίσιμη συνεδρίαση του Συμβουλίου των Υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, του Eurogroup. Όλες οι πλευρές συμφωνούν ότι η Ελλάδα έχει τηρήσει στο έπακρο τα συμφωνηθέντα και όλες οι πλευρές αναγνωρίζουν πια ότι η Ελλάδα δεν είναι το διαρκές πρόβλημα και ότι έχει γίνει μέρος της λύσης στην Ευρώπη και όχι μέρος του προβλήματος.
Παραδέχονται ότι βάλαμε τάξη στα οικονομικά μας, ότι για πρώτη φορά έχουμε ένα αναπτυξιακό σχέδιο μεσομακροπρόθεσμο με αρχή, μέση, τέλος και στόχους για την αξιοποίηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής οικονομίας. Και εργάζονται όλες οι πλευρές προκειμένου να εξασφαλιστεί στις 21 Ιουνίου μια λύση στο πλαίσιο αυτό των αποφάσεων του Eurogroup του περασμένου έτους για την απομείωση του χρέους, για την ελάφρυνση του χρέους, μια λύση η οποία θα καθιστά τη δυνατότητα πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές χρήματος μετά τον Αύγουστο του 2018, που βγαίνουμε οριστικά από τα προγράμματα, σταθερή και διαρκή. Και τόσο εγώ όσο και το οικονομικό επιτελείο είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτή η λύση θα βρεθεί, κυρίως διότι αποτελεί κοινή βούληση όλων για να βρεθεί.
Θα ήθελα σε αυτό εδώ το σημείο να εκφράσω δημόσια τις ευχαριστίες μου για την εξαιρετικά σκληρή και επίπονη δουλειά αυτά τα τρία χρόνια, δύσκολη δουλειά, που έχει καταβάλλει τόσο ο Υπουργός των Οικονομικών όσο και ο Αναπληρωτής, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο Γιώργος Χουλιαράκης, όσο και ο Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, ο Δημήτρης Λιάκος. Είναι η πιο δύσκολη ίσως δουλειά.
Πολλές φορές βρέθηκαν σε μεγάλες αντιθέσεις, σε συγκρούσεις, προκειμένου να μπορέσουμε να βρούμε τις βέλτιστες εκείνες λύσεις που θα μας οδηγήσουν στην επιτυχή ολοκλήρωση του Προγράμματος με τη λιγότερη δυνατή απώλεια, ή για να το πω αλλιώς, με τη μέγιστη δυνατή προστασία για τα συμφέροντα εκείνων των κοινωνικών κατηγοριών και δυνάμεων που εμείς βρεθήκαμε εδώ για να προστατεύουμε.
Η Ελλάδα, λοιπόν, φτάνει στο τέλος μιας μακράς, δύσκολης και επίπονης διαδρομής. Το τέλος της κρίσης, η καθαρή έξοδος της Ελλάδας από τα μνημόνια και η επιτυχία της Ελλάδας αναγνωρίζεται σήμερα σε όλη την Ευρώπη ότι δεν αποτελεί μονάχα επιτυχία της Ελλάδας, αλλά συνιστά μεγάλη ευρωπαϊκή επιτυχία και, μάλιστα, σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον όπου η Ελλάδα συμβάλλει ώστε η Ευρώπη να αποτελεί πεδίο σταθερότητας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, νομίζω ότι αυτή η Βουλή όλα αυτά τα τρία χρόνια βρέθηκε πολλές φορές μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις, οι Βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας βρέθηκαν σε μεγάλες προκλήσεις, ανταπεξήλθαν, έκαναν το καθήκον τους και πιστεύω πως το γεγονός ότι σήμερα τελειώνουμε, ότι σήμερα βγαίνουμε από την κρίση, τον Αύγουστο βγαίνουμε από τα μνημόνια, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις δικές σας προσπάθειες, στη δική σας συμμετοχή, στη δική σας στήριξη, στη δική σας ψήφο, μια επίπονη και δύσκολη προσπάθεια την οποία θέλω να αναγνωρίσω στον καθένα και στην καθεμιά προσωπικά από όλους εσάς.
Δεν θα μακρηγορήσω. Άλλωστε, τις επόμενες δύο ημέρες θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε πολύ επί της ουσίας. Όμως, θέλω να πω μόνο δυο λόγια. Άκουσα τη θεατρικά προσχεδιασμένη ομιλία του κ. Μητσοτάκη σε ό,τι αφορά την προαποφασισμένη κατάθεση πρότασης δυσπιστίας.
Ο κ. Μητσοτάκης σήμερα επέλεξε να μετατραπεί σε ένα θλιβερό φερέφωνο του πραγματικού Αρχηγού της Νέας Δημοκρατία -που είναι ο κ. Σαμαράς-, του κ. Σαμαρά, του πρώην Πρωθυπουργού, ο οποίος έχτισε όλη του την πολιτική διαδρομή και όλη του την πολιτική καριέρα πουλώντας ψεύτικο υπερπατριωτισμό σε ένα θέμα που επί είκοσι έξι χρόνια αποτελεί πληγή στην εξωτερική μας πολιτική, στο θέμα της ονομασίας των βόρειων γειτόνων μας, της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Και αυτό αν και ήταν ο πρώτος, ο οποίος επισήμως ως Υπουργός των Εξωτερικών, αντικαθιστώντας τότε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, στις 2 Δεκεμβρίου του 1991 στο Συμβούλιο Κορυφής απεδέχθη σε επίσημο κείμενο της τότε ΕΟΚ να καταγραφεί η γείτονα χώρα με τον όρο «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Ήταν αυτός ο οποίος απεδέχθη και ήταν βεβαίως και ο πρώτος ο οποίος γέννησε αυτό το πρόβλημα, όταν πολύ αργότερα -δεν τα λέω εγώ, ανατρέξτε μιας και φωνασκείτε σε μαρτυρίες που αφορούν συνεντεύξεις του αείμνηστου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ανατρέξτε να τα διαβάσετε και να τα διαπιστώσετε- στις 16 Δεκέμβρη του 1991 στην κρίσιμη συνεδρίαση των Υπουργών Εξωτερικών της τότε ΕΟΚ, όταν συζητείτο η ανεξαρτητοποίηση των πρώην σοσιαλιστικών δημοκρατιών της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, της Κροατίας και της Σλοβενίας, δεν έθεσε κανένα θέμα προκειμένου να παρθεί μια απόφαση που η Ελλάδα δεν ήταν σύμφωνη τότε και οι Γερμανοί και άλλες χώρες πιέζανε σε σχέση με το πώς θα ονομάζεται αυτή η χώρα. Τότε μάλιστα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τον είχε χαρακτηρίσει «ανόητο».
Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος ο οποίος έχει μεγάλη ευθύνη για τη γέννηση αυτού του προβλήματος που ταλανίζει την εξωτερική μας πολιτική είναι αυτός που αργότερα είχε το θράσος να σηκώσει τη σημαία του υπερπατριωτισμού και να ρίξει τότε την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Και σήμερα πάλι είναι αυτός ο οποίος παρουσιαζόμενος ως υπερπατριώτης έρχεται και παριστάνει τον θεματοφύλακα των εθνικών αξιών του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή και του αείμνηστου Ανδρέα Παπανδρέου, όταν το 1994 έχοντας ιδρύσει το κόμμα της «Πολιτικής Άνοιξης» λυσσαλέα επιτίθετο και στους δύο, τότε Πρωθυπουργός ο Ανδρέας Παπανδρέου και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, για το θέμα των Σκοπίων ζητώντας να αποχωρήσουν από την ενεργό πολιτική δράση. Διότι η Ελλάδα, έλεγε, δεν μπορεί να έχει μια ηγεσία κουρασμένη και πρέπει να τρέξει μπροστά.
Και βεβαίως είναι ο ίδιος που είχε ξεχάσει, όταν αργότερα έγινε Πρωθυπουργός, το θέμα αυτό, διότι η κυβέρνησή του -και ορθώς τότε- δια του εκπροσώπου της του Υπουργού Εξωτερικών, του κ. Βενιζέλου, στη συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών παρουσίαζε την επίσημη εθνική θέση και της Κυβέρνησης Σαμαρά, που ήταν σύνθετη ονομασία προφανώς με τον όρο «Μακεδονία» με γεωγραφικό προσδιορισμό erga omnes.
Κυρία Βούλτεψη, κάντε υπομονή. Δύο μέρες εδώ θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε και με ονόματα και με διευθύνσεις. Όλα θα τα πούμε και για όλους θα πούμε. Δεν θα γλιτώσετε αυτές τις δύο μέρες.
Σήμερα, λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, διότι έχει ο καιρός γυρίσματα και ορισμένες φορές η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα, ο κ. Σαμαράς θέτει σε ομηρία έναν άλλο Μητσοτάκη, τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον οδηγεί σε μια θέση και στάση, η οποία εγώ εκτιμώ ότι δεν συνάδει με προηγούμενες θέσεις του, αλλά αυτό είναι δικό του θέμα. Κυρίως, όμως, τον οδηγεί και σε μια συμπεριφορά θεσμικών ακροβασιών και αυτό είναι το χειρότερο. Διότι το να εμπλέκει κανείς τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας σε επιλογές οριακές για το τι ορίζει το Σύνταγμα της χώρας είναι θεσμική ακροβασία που κανείς δεν έχει το δικαίωμα να επιχειρεί.
Κύριε Μητσοτάκη, η πρόταση δυσπιστίας, λοιπόν, που καταθέτετε σήμερα στην Κυβέρνησή μου είναι καλοδεχούμενη. Την καλωσορίζω.
Κι αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να την εφεύρουμε. Είναι ένα πολύ σημαντικό δώρο που μου κάνετε αυτήν την κρίσιμη στιγμή. Είναι μιας πρώτης τάξεως, θα έλεγα, ευκαιρία, ώστε αυτές τις δύο μέρες να μιλήσουμε με ονόματα και με διευθύνσεις για το ποιος έδωσε τι και πότε, για το ποιος κέρδισε και ποιος έδωσε σε αυτήν τη μεγάλη ιστορία που μας ταλανίζει εδώ και είκοσι έξι χρόνια, αλλά και λίγο περισσότερα, γιατί από τη δεκαετία του ‘70 έχουν γίνει παραχωρήσεις και λάθη για να βρεθούμε σήμερα σε αυτήν τη θέση.
Θα τα πούμε, λοιπόν, όλα με ονόματα και με διευθύνσεις για το ποιος κέρδισε και το ποιος έχασε, ποιος κερδίζει και ποιος χάνει, ποιος φέρνει πίσω την ιστορία της αρχαίας ελληνικής Μακεδονίας και τα σύμβολά της και ποιος κάποτε παρέδιδε ακόμα και το όνομα «Μακεδονία» για εσωτερική χρήση.
Όλα θα τα πούμε! Δεν πρόκειται να γλιτώσετε! Διότι εμπόριο πατριωτισμού και πατριδοκαπηλίας στην παράταξη της Αριστεράς δεν θα κάνετε εσείς εδώ, κύριε Μητσοτάκη.
Κλείνω με μία μόνο φράση, γιατί πιστεύω ότι τις δύο επόμενες μέρες από σήμερα κιόλας θα έχουμε την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε αναλυτικά και με χρόνο.
Ο κ. Μητσοτάκης είπε μία φράση κατεβαίνοντας από το βήμα. Θα αναμετρηθούμε, λέει, με την ιστορία και με τις ευθύνες μας. Θα αναμετρηθούμε, λοιπόν, πράγματι, κύριε Μητσοτάκη, και με την ιστορία και με τις ευθύνες μας. Μόνο που εσείς αυτό το διήμερο θα μετρηθείτε και με την οικογενειακή πολιτική σας ιστορία. Και πολύ φοβάμαι ότι σε αυτήν την προσωπική αναμέτρηση κινδυνεύετε να βρεθείτε εντυπωσιακά ελλιποβαρής.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ζήτησα να πάρω τον λόγο γιατί αισθάνομαι ότι σήμερα η συνεδρίαση και η ψηφοφορία αυτή έχει έναν ιστορικό χαρακτήρα. Διότι είναι η τελευταία συνεδρίαση και η τελευταία ψηφοφορία μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια που σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα ψηφίζουμε έναν νόμο ο οποίος είναι αποτέλεσμα όχι των επιλογών, αν θέλετε, αυτοβούλως της Κυβέρνησης, της όποιας κυβέρνησης, αλλά αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, που εδώ και οκτώ χρόνια βρίσκονται σε πολύ στενή σχέση και επαφή καθοδηγώντας κατά γράμμα τις κινήσεις όλων των ελληνικών κυβερνήσεων με τα μνημόνια τα οποία ήταν αποτέλεσμα της χρεοκοπίας της χώρας. Έχει λοιπόν, μια ιστορική αξία αυτή η συνεδρίαση.
Είναι η τελευταία φορά, ψηφίζουμε τα τελευταία μέτρα της τελευταίας αξιολόγησης, του τελευταίου προγράμματος στήριξης της χώρας και πιστεύω ότι αυτό από μόνο του αποτελεί ένα γεγονός ιστορικής σημασίας που γεμίζει με αισιοδοξία όλους μας.
Τιμήσαμε τις δεσμεύσεις μας, η αξιοπιστία της χώρας αποκαταστάθηκε απέναντι στους Ευρωπαίους εταίρους. Η Ελλάδα τελειώνει οριστικά τα προγράμματα στήριξης τον ερχόμενο Αύγουστο.
Αντιμετωπίσαμε όλο αυτό το διάστημα -ομολογώ- μεγάλες προκλήσεις. Βρεθήκαμε μπροστά σε δύσκολες αποφάσεις, πήραμε δύσκολες αποφάσεις. Αντιμετωπίσαμε, αν θέλετε, και ζητήματα ιστορικά που ταλάνιζαν την Ελλάδα για πολλά χρόνια. Προχωρήσαμε σε δύσκολες μεταρρυθμίσεις, πολλές από αυτές αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και άλλες που εμπεριείχαν το σπέρμα της αδικίας. Όμως, πιστεύω ότι στο τέλος της ημέρας τόσο ο ιστορικός του μέλλοντος όσο και ο λαός που θα μας κρίνει όλους μας -και μας κρίνει όλους μας- για τις επιλογές μας, θα αποφανθεί ότι πράξαμε σωστά.
Επιτρέψτε μου δυο λόγια όχι αποτίμησης, αλλά -αν θέλετε- δυο λόγια σύγκρισης για το πού βρεθήκαμε τον Γενάρη του 2015 και πού βρισκόμαστε σήμερα, στην τελευταία στροφή πριν από το τέλος αυτής της μακράς περιόδου που θα θέλει ο καθένας από μας και ο τελευταίος Έλληνας πολίτης σύντομα να ξεχάσει.
Παραλάβαμε μια χώρα με άδεια ταμεία, στο χείλος της χρεωκοπίας μετά από μια πενταετία, σε προγράμματα στήριξης -παρ’ όλα αυτά, όμως, εκτός δημοσιονομικών στόχων- και πετύχαμε μετά από μεγάλες δυσκολίες και κόπους και δύσκολες αποφάσεις επί τρία συναπτά έτη όχι μόνο να πιάνουμε τους δημοσιονομικούς στόχους του προγράμματος, αλλά να έχουμε και υπεραπόδοση έναντι αυτών των στόχων. Παραλάβαμε μια οικονομία σε συνεχή ύφεση, επαναλαμβάνω παρά το γεγονός ότι ήταν για πέντε συνεχόμενα χρόνια σε προγράμματα στήριξης, δύο στη σειρά.
Φέτος για πρώτη φορά μετά το 2008 καταγράφηκε σημαντική ανάπτυξη το 2017 και το 2018. Το πρώτο τρίμηνο του 2018 είχαμε ρυθμούς ανάπτυξης 2,3%, σχεδόν διπλάσιο μέγεθος από το σύνολο της ευρωζώνης. Παραλάβαμε μια χώρα, εσκεμμένα τότε, με εντελώς άδεια ταμεία, που σήμερα έχει απόθεμα ρευστότητας και δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές.
Παραλάβαμε ένα κράτος που ξόδευε τα ευρωπαϊκά κονδύλια, τους ευρωπαϊκούς πόρους, για να εξυπηρετήσει «φίλους» και φίλια συμφέροντα του τότε κυβερνητικού καθεστώτος και σήμερα δεχόμαστε συγχαρητήρια από όλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πρώτα απ’ όλα από τον Πρόεδρο της Κομισιόν, τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, από αυτό εδώ το βήμα, γιατί καταφέραμε η χώρα να είναι πρώτη σε απορροφητικότητα σε ευρωπαϊκά κονδύλια τόσο σε ό,τι έχει να κάνει με το Ταμείο Συνοχής όσο όμως και σε εντάξεις που αφορούν προγράμματα για το Πρόγραμμα Γιούνκερ.
Παραλάβαμε μια χώρα εις την οποία στη συνείδηση του μέσου Έλληνα η λέξη «μεταρρύθμιση» ήταν ταυτισμένη με τη λέξη «περικοπή». Και σήμερα, βρισκόμαστε στο σημείο εκείνο όπου σημαντικότατες δομικές μεταρρυθμίσεις έχουν προχωρήσει, που δεν είχαν προχωρήσει ποτέ σε αυτόν τον τόπο, με γενναίες αποφάσεις και βρισκόμαστε στις πρώτες θέσεις του ΟΟΣΑ στη λίστα των χωρών με το σημαντικότερο μεταρρυθμιστικό έργο.
Παραλάβαμε μια χώρα που βίωνε διεθνή απομόνωση και σήμερα αποκαθιστά τον διεθνή, τον ηγετικό της ρόλο τόσο στα Βαλκάνια όσο και στην εύθραυστη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Βρισκόμαστε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, λίγο πριν από μια κρίσιμη συνεδρίαση του Συμβουλίου των Υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, του Eurogroup. Όλες οι πλευρές συμφωνούν ότι η Ελλάδα έχει τηρήσει στο έπακρο τα συμφωνηθέντα και όλες οι πλευρές αναγνωρίζουν πια ότι η Ελλάδα δεν είναι το διαρκές πρόβλημα και ότι έχει γίνει μέρος της λύσης στην Ευρώπη και όχι μέρος του προβλήματος.
Παραδέχονται ότι βάλαμε τάξη στα οικονομικά μας, ότι για πρώτη φορά έχουμε ένα αναπτυξιακό σχέδιο μεσομακροπρόθεσμο με αρχή, μέση, τέλος και στόχους για την αξιοποίηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής οικονομίας. Και εργάζονται όλες οι πλευρές προκειμένου να εξασφαλιστεί στις 21 Ιουνίου μια λύση στο πλαίσιο αυτό των αποφάσεων του Eurogroup του περασμένου έτους για την απομείωση του χρέους, για την ελάφρυνση του χρέους, μια λύση η οποία θα καθιστά τη δυνατότητα πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές χρήματος μετά τον Αύγουστο του 2018, που βγαίνουμε οριστικά από τα προγράμματα, σταθερή και διαρκή. Και τόσο εγώ όσο και το οικονομικό επιτελείο είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτή η λύση θα βρεθεί, κυρίως διότι αποτελεί κοινή βούληση όλων για να βρεθεί.
Θα ήθελα σε αυτό εδώ το σημείο να εκφράσω δημόσια τις ευχαριστίες μου για την εξαιρετικά σκληρή και επίπονη δουλειά αυτά τα τρία χρόνια, δύσκολη δουλειά, που έχει καταβάλλει τόσο ο Υπουργός των Οικονομικών όσο και ο Αναπληρωτής, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο Γιώργος Χουλιαράκης, όσο και ο Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, ο Δημήτρης Λιάκος. Είναι η πιο δύσκολη ίσως δουλειά.
Πολλές φορές βρέθηκαν σε μεγάλες αντιθέσεις, σε συγκρούσεις, προκειμένου να μπορέσουμε να βρούμε τις βέλτιστες εκείνες λύσεις που θα μας οδηγήσουν στην επιτυχή ολοκλήρωση του Προγράμματος με τη λιγότερη δυνατή απώλεια, ή για να το πω αλλιώς, με τη μέγιστη δυνατή προστασία για τα συμφέροντα εκείνων των κοινωνικών κατηγοριών και δυνάμεων που εμείς βρεθήκαμε εδώ για να προστατεύουμε.
Η Ελλάδα, λοιπόν, φτάνει στο τέλος μιας μακράς, δύσκολης και επίπονης διαδρομής. Το τέλος της κρίσης, η καθαρή έξοδος της Ελλάδας από τα μνημόνια και η επιτυχία της Ελλάδας αναγνωρίζεται σήμερα σε όλη την Ευρώπη ότι δεν αποτελεί μονάχα επιτυχία της Ελλάδας, αλλά συνιστά μεγάλη ευρωπαϊκή επιτυχία και, μάλιστα, σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον όπου η Ελλάδα συμβάλλει ώστε η Ευρώπη να αποτελεί πεδίο σταθερότητας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, νομίζω ότι αυτή η Βουλή όλα αυτά τα τρία χρόνια βρέθηκε πολλές φορές μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις, οι Βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας βρέθηκαν σε μεγάλες προκλήσεις, ανταπεξήλθαν, έκαναν το καθήκον τους και πιστεύω πως το γεγονός ότι σήμερα τελειώνουμε, ότι σήμερα βγαίνουμε από την κρίση, τον Αύγουστο βγαίνουμε από τα μνημόνια, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις δικές σας προσπάθειες, στη δική σας συμμετοχή, στη δική σας στήριξη, στη δική σας ψήφο, μια επίπονη και δύσκολη προσπάθεια την οποία θέλω να αναγνωρίσω στον καθένα και στην καθεμιά προσωπικά από όλους εσάς.
Δεν θα μακρηγορήσω. Άλλωστε, τις επόμενες δύο ημέρες θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε πολύ επί της ουσίας. Όμως, θέλω να πω μόνο δυο λόγια. Άκουσα τη θεατρικά προσχεδιασμένη ομιλία του κ. Μητσοτάκη σε ό,τι αφορά την προαποφασισμένη κατάθεση πρότασης δυσπιστίας.
Ο κ. Μητσοτάκης σήμερα επέλεξε να μετατραπεί σε ένα θλιβερό φερέφωνο του πραγματικού Αρχηγού της Νέας Δημοκρατία -που είναι ο κ. Σαμαράς-, του κ. Σαμαρά, του πρώην Πρωθυπουργού, ο οποίος έχτισε όλη του την πολιτική διαδρομή και όλη του την πολιτική καριέρα πουλώντας ψεύτικο υπερπατριωτισμό σε ένα θέμα που επί είκοσι έξι χρόνια αποτελεί πληγή στην εξωτερική μας πολιτική, στο θέμα της ονομασίας των βόρειων γειτόνων μας, της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Και αυτό αν και ήταν ο πρώτος, ο οποίος επισήμως ως Υπουργός των Εξωτερικών, αντικαθιστώντας τότε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, στις 2 Δεκεμβρίου του 1991 στο Συμβούλιο Κορυφής απεδέχθη σε επίσημο κείμενο της τότε ΕΟΚ να καταγραφεί η γείτονα χώρα με τον όρο «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Ήταν αυτός ο οποίος απεδέχθη και ήταν βεβαίως και ο πρώτος ο οποίος γέννησε αυτό το πρόβλημα, όταν πολύ αργότερα -δεν τα λέω εγώ, ανατρέξτε μιας και φωνασκείτε σε μαρτυρίες που αφορούν συνεντεύξεις του αείμνηστου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ανατρέξτε να τα διαβάσετε και να τα διαπιστώσετε- στις 16 Δεκέμβρη του 1991 στην κρίσιμη συνεδρίαση των Υπουργών Εξωτερικών της τότε ΕΟΚ, όταν συζητείτο η ανεξαρτητοποίηση των πρώην σοσιαλιστικών δημοκρατιών της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, της Κροατίας και της Σλοβενίας, δεν έθεσε κανένα θέμα προκειμένου να παρθεί μια απόφαση που η Ελλάδα δεν ήταν σύμφωνη τότε και οι Γερμανοί και άλλες χώρες πιέζανε σε σχέση με το πώς θα ονομάζεται αυτή η χώρα. Τότε μάλιστα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τον είχε χαρακτηρίσει «ανόητο».
Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος ο οποίος έχει μεγάλη ευθύνη για τη γέννηση αυτού του προβλήματος που ταλανίζει την εξωτερική μας πολιτική είναι αυτός που αργότερα είχε το θράσος να σηκώσει τη σημαία του υπερπατριωτισμού και να ρίξει τότε την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Και σήμερα πάλι είναι αυτός ο οποίος παρουσιαζόμενος ως υπερπατριώτης έρχεται και παριστάνει τον θεματοφύλακα των εθνικών αξιών του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή και του αείμνηστου Ανδρέα Παπανδρέου, όταν το 1994 έχοντας ιδρύσει το κόμμα της «Πολιτικής Άνοιξης» λυσσαλέα επιτίθετο και στους δύο, τότε Πρωθυπουργός ο Ανδρέας Παπανδρέου και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, για το θέμα των Σκοπίων ζητώντας να αποχωρήσουν από την ενεργό πολιτική δράση. Διότι η Ελλάδα, έλεγε, δεν μπορεί να έχει μια ηγεσία κουρασμένη και πρέπει να τρέξει μπροστά.
Και βεβαίως είναι ο ίδιος που είχε ξεχάσει, όταν αργότερα έγινε Πρωθυπουργός, το θέμα αυτό, διότι η κυβέρνησή του -και ορθώς τότε- δια του εκπροσώπου της του Υπουργού Εξωτερικών, του κ. Βενιζέλου, στη συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών παρουσίαζε την επίσημη εθνική θέση και της Κυβέρνησης Σαμαρά, που ήταν σύνθετη ονομασία προφανώς με τον όρο «Μακεδονία» με γεωγραφικό προσδιορισμό erga omnes.
Κυρία Βούλτεψη, κάντε υπομονή. Δύο μέρες εδώ θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε και με ονόματα και με διευθύνσεις. Όλα θα τα πούμε και για όλους θα πούμε. Δεν θα γλιτώσετε αυτές τις δύο μέρες.
Σήμερα, λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, διότι έχει ο καιρός γυρίσματα και ορισμένες φορές η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα, ο κ. Σαμαράς θέτει σε ομηρία έναν άλλο Μητσοτάκη, τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον οδηγεί σε μια θέση και στάση, η οποία εγώ εκτιμώ ότι δεν συνάδει με προηγούμενες θέσεις του, αλλά αυτό είναι δικό του θέμα. Κυρίως, όμως, τον οδηγεί και σε μια συμπεριφορά θεσμικών ακροβασιών και αυτό είναι το χειρότερο. Διότι το να εμπλέκει κανείς τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας σε επιλογές οριακές για το τι ορίζει το Σύνταγμα της χώρας είναι θεσμική ακροβασία που κανείς δεν έχει το δικαίωμα να επιχειρεί.
Κύριε Μητσοτάκη, η πρόταση δυσπιστίας, λοιπόν, που καταθέτετε σήμερα στην Κυβέρνησή μου είναι καλοδεχούμενη. Την καλωσορίζω.
Κι αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να την εφεύρουμε. Είναι ένα πολύ σημαντικό δώρο που μου κάνετε αυτήν την κρίσιμη στιγμή. Είναι μιας πρώτης τάξεως, θα έλεγα, ευκαιρία, ώστε αυτές τις δύο μέρες να μιλήσουμε με ονόματα και με διευθύνσεις για το ποιος έδωσε τι και πότε, για το ποιος κέρδισε και ποιος έδωσε σε αυτήν τη μεγάλη ιστορία που μας ταλανίζει εδώ και είκοσι έξι χρόνια, αλλά και λίγο περισσότερα, γιατί από τη δεκαετία του ‘70 έχουν γίνει παραχωρήσεις και λάθη για να βρεθούμε σήμερα σε αυτήν τη θέση.
Θα τα πούμε, λοιπόν, όλα με ονόματα και με διευθύνσεις για το ποιος κέρδισε και το ποιος έχασε, ποιος κερδίζει και ποιος χάνει, ποιος φέρνει πίσω την ιστορία της αρχαίας ελληνικής Μακεδονίας και τα σύμβολά της και ποιος κάποτε παρέδιδε ακόμα και το όνομα «Μακεδονία» για εσωτερική χρήση.
Όλα θα τα πούμε! Δεν πρόκειται να γλιτώσετε! Διότι εμπόριο πατριωτισμού και πατριδοκαπηλίας στην παράταξη της Αριστεράς δεν θα κάνετε εσείς εδώ, κύριε Μητσοτάκη.
Κλείνω με μία μόνο φράση, γιατί πιστεύω ότι τις δύο επόμενες μέρες από σήμερα κιόλας θα έχουμε την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε αναλυτικά και με χρόνο.
Ο κ. Μητσοτάκης είπε μία φράση κατεβαίνοντας από το βήμα. Θα αναμετρηθούμε, λέει, με την ιστορία και με τις ευθύνες μας. Θα αναμετρηθούμε, λοιπόν, πράγματι, κύριε Μητσοτάκη, και με την ιστορία και με τις ευθύνες μας. Μόνο που εσείς αυτό το διήμερο θα μετρηθείτε και με την οικογενειακή πολιτική σας ιστορία. Και πολύ φοβάμαι ότι σε αυτήν την προσωπική αναμέτρηση κινδυνεύετε να βρεθείτε εντυπωσιακά ελλιποβαρής.
Labels:
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.