Τράπεζα της Ελλάδος: Ανισοκατανομή εισοδήματος και φτώχεια σε Ελλάδα και ΕΕ
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, ο δείκτης του κινδύνου σχετικής φτώχειας μειώθηκε στο 20,2% από 21,2% που είχε καταγραφεί για τα εισοδήματα του 2015. Ωστόσο ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας στην Ελλάδα είναι ο όγδοος υψηλότερος στην ΕΕ-28!
Για το έτος 2017, η διαθέσιμη πληροφόρηση για τον κίνδυνο φτώχειας προέρχεται από τα στοιχεία της ΕΟΠ για την καταναλωτική δαπάνη, τα οποία υποδηλώνουν οριακή μείωση του κινδύνου φτώχειας με βάση τη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (18,1% από 18,2% το 2016) και αύξηση με βάση τη συνολική καταναλωτική δαπάνη (από 11,3% το 2016 σε 12,2%), στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η αξία, σε χρήμα, των αγαθών και υπηρεσιών που το νοικοκυριό έλαβε σε είδος (από δική του παραγωγή, δικό του κατάστημα, τον εργοδότη ή από αλλού).
Οι κύριες πηγές στοιχείων για την ανισότητα, τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα είναι οι ετήσιες δειγματοληπτικές έρευνες νοικοκυριών που διεξάγονται σε ετήσια βάση από την ΕΛΣΤΑΤ. Οι πιο πρόσφατες είναι η Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC) 2017, για τα εισοδήματα του 2016, και η Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) 2017, για τις καταναλωτικές δαπάνες του 2017.
Σύμφωνα με τα στοιχεία για τα εισοδήματα των νοικοκυριών το 2016 (EU-SILC 2017), ο δείκτης του κινδύνου σχετικής φτώχειας μειώθηκε στο 20,2% από 21,2% που είχε καταγραφεί για τα εισοδήματα του 2015 (EU-SILC 2016),[1] συνεχίζοντας την τάση αποκλιμάκωσης που παρατηρείται τα τελευταία έτη[2]. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας στην Ελλάδα είναι ο όγδοος υψηλότερος στην ΕΕ-28 και σημαντικά πάνω από το μέσο όρο της (16,9%).
Για το έτος 2017, η διαθέσιμη πληροφόρηση για τον κίνδυνο φτώχειας προέρχεται από τα στοιχεία της ΕΟΠ για την καταναλωτική δαπάνη, τα οποία υποδηλώνουν οριακή μείωση του κινδύνου φτώχειας με βάση τη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (18,1% από 18,2% το 2016) και αύξηση με βάση τη συνολική καταναλωτική δαπάνη (από 11,3% το 2016 σε 12,2%), στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η αξία, σε χρήμα, των αγαθών και υπηρεσιών που το νοικοκυριό έλαβε σε είδος (από δική του παραγωγή, δικό του κατάστημα, τον εργοδότη ή από αλλού).
Ευνοϊκές μεταβολές, αν και τα επίπεδα είναι ανησυχητικά, αποτυπώνονται βάσει της EUSILC 2017 σε άλλους δύο δείκτες φτώχειας το 2016 (βλ. Διάγραμμα IV.22). Το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό, δηλαδή ζει με υλικές στερήσεις ή διαβιώνει σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας μειώθηκε σε 34,8% (ή 3.701,8 χιλιάδες άτομα), από 35,6% το 2015 και 35,7% το 2014. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα του 2017, σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ-28, η Ελλάδα εμφάνιζε τον τρίτο υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού μετά τη Βουλγαρία (38,9%) και τη Ρουμανία (35,5%), έναντι μέσου όρου 22,4% στις χώρες της ΕΕ-28. Ο δείκτης φτώχειας σε απόλυτους όρους, ο οποίος διατηρεί το κατώφλι φτώχειας σταθερό σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης του 2008, μειώθηκε στο 46,3% (από 48,9% το 2015).
Σημειώνεται ότι ο κίνδυνος φτώχειας υπολογιζόμενος με το παραπάνω κατώφλι φτώχειας ήταν μόλις 18,9% για τα εισοδήματα του 2008. Τέλος, το χάσμα ή βάθος της σχετικής φτώχειας[3] μειώθηκε σε 30,3% το 2016 βάσει της EU-SILC 2017, από 31,9% για τα εισοδήματα του 2015.
Οι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας στην Ελλάδα παρουσιάζουν υποχώρηση βάσει της τελευταίας έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ, αλλά παραμένουν δυσμενέστεροι από ό,τι στην ΕΕ-28. Με βάση τα στοιχεία της EU-SILC 2017, ο δείκτης ανισότητας Gini μειώθηκε στο 33,4% για τα εισοδήματα του 2016 (ΕΕ-28: 30,7%), από 34,3% για τα εισοδήματα του 2015. Μείωση παρουσίασε και ο δείκτης S80/S20 από 6,6 για τα εισοδήματα του 2015 στο 6,1 για τα εισοδήματα του 2016 (ΕΕ-28: 5,1).27[4] Στην αρχή της κρίσης (εισοδήματα 2008), οι δύο δείκτες ανισότητας ήταν 33,1% και 5,8 αντίστοιχα. Για το έτος 2017, τα στοιχεία της ΕΟΠ για τις αγορές των νοικοκυριών υποδηλώνουν μείωση του δείκτη S80/S20 (5,3 από 5,5 το 2016), ενώ με βάση τη συνολική καταναλωτική δαπάνη ο ίδιος δείκτης μένει στάσιμος (4,2 το 2016 και το 2017).
Τα μέτρα εισοδηματικής στήριξης που είχαν ευεργετική επίδραση στην ανισοκατανομή του εισοδήματος και τη φτώχεια το 2016 σχετίζονται με την παροχή εφάπαξ οικονομικής ενίσχυσης στους χαμηλοσυνταξιούχους. Προοδευτική ήταν και η επίδραση της φορολογικής μεταρρύθμισης[5], η οποία απλοποίησε τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Αντίθετα, αρνητικό αντίκτυπο είχαν η αύξηση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (για τους εν ενεργεία ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους) καθώς και η αυστηροποίηση των εισοδηματικών κριτηρίων για την απονομή του ΕΚΑΣ.[6] Εντούτοις, μια πιο αναλυτική εξέταση των διαθέσιμων στοιχείων αναδεικνύει ―για μία ακόμη φορά― την ανάγκη για πιο αποτελεσματικό και στοχευμένο σχεδιασμό των κοινωνικών μεταβιβάσεων.
Αφενός, βάσει της EU-SILC 2017, τα κοινωνικά επιδόματα συνέβαλαν στη μείωση του ποσοστού φτώχειας μόνο κατά 3,8 ποσοστιαίες μονάδες (έναντι 8,7 ποσ. μον. στην ΕΕ-28), ενώ η κύρια συμβολή, κατά 26,8 ποσ. μον. (έναντι 18,2 ποσ. μον. στην ΕΕ-28), προήλθε από τις συντάξεις. Κατά συνέπεια, εξαιρουμένων των συντάξεων, η αποτελεσματικότητα των κοινωνικών μεταβιβάσεων στην Ελλάδα είναι ελλιπής όταν συγκριθεί, βάσει της ίδιας έρευνας, με τις άλλες χώρες της ΕΕ-28: τα κοινωνικά επιδόματα στην Ελλάδα μειώνουν τον κίνδυνο φτώχειας κατά 15,8% ―λιγότερο από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ-28― έναντι μέσης μείωσης 32,4% στην ΕΕ-28[7]. Αφετέρου τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι, ως προς την κατανομή του κινδύνου φτώχειας, υπάρχουν συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες που αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο: οι άνεργοι (45,5%), οι οικονομικά μη ενεργοί εκτός συνταξιούχων (25,7%), τα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά (23,9%) ―ιδιαίτερα τα μονογονεϊκά (30,5%)― και τα παιδιά ηλικίας έως 17 ετών (24,5%)[8]. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι, σε σχέση με τα αποτελέσματα της έρευνας του 2016 για το έτος 2015, ο κίνδυνος μειώθηκε για τις παραπάνω κατηγορίες εκτός από τους οικονομικά μη ενεργούς πλην συνταξιούχων.
Μεταγενέστερες θετικές εξελίξεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των κοινωνικών δαπανών στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανισοκατανομής του εισοδήματος αποτελούν η καθολική εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος (που μετονομάστηκε σε κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης) από το Φεβρουάριο του 2017[9] και η πλήρης αναμόρφωση του ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων (που μετονομάστηκε σε επίδομα παιδιού) το 2018.
Όσον αφορά τη χορήγηση του κοινωνικού μερίσματος το 2017 και το 2018, αν και στηρίζει τους οικονομικά ασθενέστερους, δεν συνάδει με την προσπάθεια εκσυγχρονισμού του ελληνικού κοινωνικού κράτους, καθώς αποτελεί οικονομική ενίσχυση που ανακοινώνεται εκτάκτως στην εκπνοή του έτους υπό
την προϋπόθεση επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος. Εναλλακτικά, οι ίδιοι πόροι θα είχαν μεγαλύτερο κοινωνικό αντίκρισμα και αναπτυξιακό αποτέλεσμα εάν κατευθύνονταν προς τη συστηματική κάλυψη των κενών προστασίας[10], όπως π.χ. του κενού προστασίας για τους ανέργους[11] την ενίσχυση της απασχόλησης και τις κοινωνικές επενδύσεις στους τομείς της παιδείας και της υγείας. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επανειλημμένως τονίσει[12] τη σημασία ανάπτυξης ενός αποτελεσματικού εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο θα διευκολύνει την υπέρβαση των κοινωνικοοικονομικών περιορισμών από τους μαθητές-σπουδαστές.
Γενικότερα, οι πολιτικές που δημιουργούν προϋποθέσεις για ίσες ευκαιρίες λειτουργούν προληπτικά στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της εισοδηματικής ανισότητας, ενώ μακροπρόθεσμα έχουν αναπτυξιακά οφέλη[13].
Παραπομπές
[1] Το κατώφλι (ή γραμμή) φτώχειας μεταβάλλεται κατ’ αναλογία προς το μέσο βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, καθώς ορίζεται στο 60% της διαμέσου του συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος για το σύνολο των νοικοκυριών (ορισμός Eurostat). Για τον υπολογισμό του ισοδύναμου εισοδήματος του νοικοκυριού, ο αρχηγός του λαμβάνει συντελεστή στάθμισης 1, τα άλλα ενήλικα μέλη 0,5 και τα παιδιά κάτω των 14 ετών 0,3. Στην έρευνα του 2017 το χρηματικό όριο της σχετικής φτώχειας για ένα μονομελές νοικοκυριό ήταν 4.560 ευρώ, ενώ για ένα τετραμελές νοικοκυριό με δύο ενήλικες και δύο παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών ήταν 9.576 ευρώ.
[2] Για μια αναλυτική παρουσίαση των κυριότερων ευρημάτων από τις διαθέσιμες μελέτες για το μέγεθος και τη μεταβολή κοινωνικών δεικτών όπως η εισοδηματική ανισότητα, η φτώχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός ή δείκτες ευημερίας, καθώς και για τις αναδιανεμητικές επιδράσεις της φορολογίας και για την κατανομή του πλούτου στην Ελλάδα κατά την πρόσφατη περίοδο της κρίσης, βλ. Μητράκος, Θ.Μ., “Ανισότητες, φτώχεια και πολιτικές αλληλεγγύης στην Ελλάδα”, ΕΕΚΠ, Κοινωνική Πολιτική, Τεύχος 10, Ιούνιος 2018. Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι “ο επαναπροσδιορισμός των βασικών παραμέτρων της κοινωνικής πολιτικής μετά την πρόσφατη οικονομική κρίση προβάλλει ως επιτακτικά αναγκαίος”.
[3] Το χάσμα φτώχειας μετρά τη διαφορά του διαμέσου εισοδήματος των φτωχών ατόμων από το κατώφλι της φτώχειας ως ποσοστό του τελευταίου, δηλαδή παρέχει το μέσο εισοδηματικό έλλειμμα των φτωχών ατόμων.
[4] Ο δείκτης Gini λαμβάνει τιμές από 0% όταν το εθνικό εισόδημα είναι ισόποσα κατανεμημένο (δηλαδή το φτωχότερο x% του πληθυσμού εισπράττει το x% του εθνικού εισοδήματος για 0<x≤100) έως 100% όταν το εθνικό εισόδημα είναι κατανεμημένο σε ένα μόνο άτομο. Ο δείκτης S80/S20 μετρά το λόγο του συνολικού εισοδήματος που εισπράττει το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού προς το συνολικό εισόδημα που εισπράττει το φτωχότερο 20%. Και οι
δύο δείκτες λαμβάνουν μεγαλύτερες τιμές όσο αυξάνεται η εισοδηματική ανισότητα. Ο δείκτης Gini όμως αποδίδει την ίδια βαρύτητα στην ανισοκατανομή του εισοδήματος σε όλο το φάσμα της εισοδηματικής κατανομής, ενώ ο δείκτης S80/S20 επικεντρώνεται στις διαφορές στα άκρα της εισοδηματικής κατανομής.
[5] 28 Ν. 4389/2016 “Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις”.
[6] Για μία ανάλυση των αναδιανεμητικών επιπτώσεων της δημοσιονομικής πολιτικής το 2016 στις χώρες της ΕΕ-28, βλ. Euromod Working Paper Series, EM 10-2017: “Effects of tax-benefit policy changes across the income distributions of the EU-28 countries: 2015-2016”.
[7] Βλ. https://ec.europa.eu/eurostat/en/web/products-eurostat-news/-
/DDN-20181113-1.
[8] Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες του ΟΟΣΑ με υψηλή παιδική φτώχεια. Βλ. και “Poor children in rich countries: why we need policy action”, OECD Policy Brief, Οκτώβριος 2018.
[9] Βλ. και τη σχετική έκθεση αξιολόγησης από την Παγκόσμια Τράπεζα: The World Bank, A Quantitative Evaluation of the Greek Social Solidarity Income, Ιανουάριος 2019.
[10] Ματσαγγάνης, Μ. και Χ. Λεβέντη, “Πώς αντιμετωπίζει τη φτώχεια το ελληνικό κράτος”, άρθρο στον Οργανισμό Έρευνας και Ανάλυσης ΔιαΝΕΟσις, https://www.dianeosis.org/2017/12/antimetopisitis-
ftoxeias-kaikratiki-politiki/.
[11] 34 Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και του ΟΑΕΔ (για τον αριθμό των ανέργων και τον αριθμό των επιδοτούμενων ανέργων αντίστοιχα), το μέσο ποσοστό κάλυψης των ανέργων διαμορφώθηκε σε 152% το 2018 (από 35,1% το 2010).
[12] 35 Βλ. π.χ. Έκθεση του Διοικητή για το έτος 2015, Kεφάλαιο V, ενότητα 5.4, σελ. 116-117.
[13] 36 Βλ. Aiyar et al. (2017), Euro Area Policies Selected Issues IMF Country report Νο. 17/236, https://www.imf.org/~/ media/Files/Publications/CR/2017/cr17236.ashx. Επίσης, βλ. (α) OECD, Opportunities for All – A Framework for Policy Action on Inclusive Growth, Mάιος 2018, και (β) Paul Hufe, Ravi Kanbur, Andreas Peichl, “Measuring Unfair Inequality: Reconciling Equality of opportunity and Freedom from Poverty”, CESifo Working paper, Ιούνιος 2018, όπου κατασκευάζεται ένας νέος δείκτης “άδικης ανισότητας” (που συνδυάζει την ανισότητα ευκαιριών και τον κίνδυνο φτώχειας). Βάσει αυτού η Ελλάδα καταλαμβάνει την 6η θέση μεταξύ 31 ευρωπαϊκών χωρών (υψηλή ανισότητα). Η ανάγκη να προαχθεί η ισότητα ευκαιριών τονίζεται και στην έκθεσηGrowing United – Upgrading Europe’s Convergence Machine, World Bank Report on the European Union, Μάρτιος 2018.
E.E.A
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος
Για το έτος 2017, η διαθέσιμη πληροφόρηση για τον κίνδυνο φτώχειας προέρχεται από τα στοιχεία της ΕΟΠ για την καταναλωτική δαπάνη, τα οποία υποδηλώνουν οριακή μείωση του κινδύνου φτώχειας με βάση τη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (18,1% από 18,2% το 2016) και αύξηση με βάση τη συνολική καταναλωτική δαπάνη (από 11,3% το 2016 σε 12,2%), στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η αξία, σε χρήμα, των αγαθών και υπηρεσιών που το νοικοκυριό έλαβε σε είδος (από δική του παραγωγή, δικό του κατάστημα, τον εργοδότη ή από αλλού).
Οι κύριες πηγές στοιχείων για την ανισότητα, τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα είναι οι ετήσιες δειγματοληπτικές έρευνες νοικοκυριών που διεξάγονται σε ετήσια βάση από την ΕΛΣΤΑΤ. Οι πιο πρόσφατες είναι η Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC) 2017, για τα εισοδήματα του 2016, και η Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) 2017, για τις καταναλωτικές δαπάνες του 2017.
Σύμφωνα με τα στοιχεία για τα εισοδήματα των νοικοκυριών το 2016 (EU-SILC 2017), ο δείκτης του κινδύνου σχετικής φτώχειας μειώθηκε στο 20,2% από 21,2% που είχε καταγραφεί για τα εισοδήματα του 2015 (EU-SILC 2016),[1] συνεχίζοντας την τάση αποκλιμάκωσης που παρατηρείται τα τελευταία έτη[2]. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας στην Ελλάδα είναι ο όγδοος υψηλότερος στην ΕΕ-28 και σημαντικά πάνω από το μέσο όρο της (16,9%).
Για το έτος 2017, η διαθέσιμη πληροφόρηση για τον κίνδυνο φτώχειας προέρχεται από τα στοιχεία της ΕΟΠ για την καταναλωτική δαπάνη, τα οποία υποδηλώνουν οριακή μείωση του κινδύνου φτώχειας με βάση τη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (18,1% από 18,2% το 2016) και αύξηση με βάση τη συνολική καταναλωτική δαπάνη (από 11,3% το 2016 σε 12,2%), στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η αξία, σε χρήμα, των αγαθών και υπηρεσιών που το νοικοκυριό έλαβε σε είδος (από δική του παραγωγή, δικό του κατάστημα, τον εργοδότη ή από αλλού).
Ευνοϊκές μεταβολές, αν και τα επίπεδα είναι ανησυχητικά, αποτυπώνονται βάσει της EUSILC 2017 σε άλλους δύο δείκτες φτώχειας το 2016 (βλ. Διάγραμμα IV.22). Το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό, δηλαδή ζει με υλικές στερήσεις ή διαβιώνει σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας μειώθηκε σε 34,8% (ή 3.701,8 χιλιάδες άτομα), από 35,6% το 2015 και 35,7% το 2014. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα του 2017, σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ-28, η Ελλάδα εμφάνιζε τον τρίτο υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού μετά τη Βουλγαρία (38,9%) και τη Ρουμανία (35,5%), έναντι μέσου όρου 22,4% στις χώρες της ΕΕ-28. Ο δείκτης φτώχειας σε απόλυτους όρους, ο οποίος διατηρεί το κατώφλι φτώχειας σταθερό σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης του 2008, μειώθηκε στο 46,3% (από 48,9% το 2015).
Σημειώνεται ότι ο κίνδυνος φτώχειας υπολογιζόμενος με το παραπάνω κατώφλι φτώχειας ήταν μόλις 18,9% για τα εισοδήματα του 2008. Τέλος, το χάσμα ή βάθος της σχετικής φτώχειας[3] μειώθηκε σε 30,3% το 2016 βάσει της EU-SILC 2017, από 31,9% για τα εισοδήματα του 2015.
Οι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας στην Ελλάδα παρουσιάζουν υποχώρηση βάσει της τελευταίας έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ, αλλά παραμένουν δυσμενέστεροι από ό,τι στην ΕΕ-28. Με βάση τα στοιχεία της EU-SILC 2017, ο δείκτης ανισότητας Gini μειώθηκε στο 33,4% για τα εισοδήματα του 2016 (ΕΕ-28: 30,7%), από 34,3% για τα εισοδήματα του 2015. Μείωση παρουσίασε και ο δείκτης S80/S20 από 6,6 για τα εισοδήματα του 2015 στο 6,1 για τα εισοδήματα του 2016 (ΕΕ-28: 5,1).27[4] Στην αρχή της κρίσης (εισοδήματα 2008), οι δύο δείκτες ανισότητας ήταν 33,1% και 5,8 αντίστοιχα. Για το έτος 2017, τα στοιχεία της ΕΟΠ για τις αγορές των νοικοκυριών υποδηλώνουν μείωση του δείκτη S80/S20 (5,3 από 5,5 το 2016), ενώ με βάση τη συνολική καταναλωτική δαπάνη ο ίδιος δείκτης μένει στάσιμος (4,2 το 2016 και το 2017).
Τα μέτρα εισοδηματικής στήριξης που είχαν ευεργετική επίδραση στην ανισοκατανομή του εισοδήματος και τη φτώχεια το 2016 σχετίζονται με την παροχή εφάπαξ οικονομικής ενίσχυσης στους χαμηλοσυνταξιούχους. Προοδευτική ήταν και η επίδραση της φορολογικής μεταρρύθμισης[5], η οποία απλοποίησε τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Αντίθετα, αρνητικό αντίκτυπο είχαν η αύξηση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (για τους εν ενεργεία ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους) καθώς και η αυστηροποίηση των εισοδηματικών κριτηρίων για την απονομή του ΕΚΑΣ.[6] Εντούτοις, μια πιο αναλυτική εξέταση των διαθέσιμων στοιχείων αναδεικνύει ―για μία ακόμη φορά― την ανάγκη για πιο αποτελεσματικό και στοχευμένο σχεδιασμό των κοινωνικών μεταβιβάσεων.
Αφενός, βάσει της EU-SILC 2017, τα κοινωνικά επιδόματα συνέβαλαν στη μείωση του ποσοστού φτώχειας μόνο κατά 3,8 ποσοστιαίες μονάδες (έναντι 8,7 ποσ. μον. στην ΕΕ-28), ενώ η κύρια συμβολή, κατά 26,8 ποσ. μον. (έναντι 18,2 ποσ. μον. στην ΕΕ-28), προήλθε από τις συντάξεις. Κατά συνέπεια, εξαιρουμένων των συντάξεων, η αποτελεσματικότητα των κοινωνικών μεταβιβάσεων στην Ελλάδα είναι ελλιπής όταν συγκριθεί, βάσει της ίδιας έρευνας, με τις άλλες χώρες της ΕΕ-28: τα κοινωνικά επιδόματα στην Ελλάδα μειώνουν τον κίνδυνο φτώχειας κατά 15,8% ―λιγότερο από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ-28― έναντι μέσης μείωσης 32,4% στην ΕΕ-28[7]. Αφετέρου τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι, ως προς την κατανομή του κινδύνου φτώχειας, υπάρχουν συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες που αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο: οι άνεργοι (45,5%), οι οικονομικά μη ενεργοί εκτός συνταξιούχων (25,7%), τα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά (23,9%) ―ιδιαίτερα τα μονογονεϊκά (30,5%)― και τα παιδιά ηλικίας έως 17 ετών (24,5%)[8]. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι, σε σχέση με τα αποτελέσματα της έρευνας του 2016 για το έτος 2015, ο κίνδυνος μειώθηκε για τις παραπάνω κατηγορίες εκτός από τους οικονομικά μη ενεργούς πλην συνταξιούχων.
Μεταγενέστερες θετικές εξελίξεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των κοινωνικών δαπανών στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανισοκατανομής του εισοδήματος αποτελούν η καθολική εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος (που μετονομάστηκε σε κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης) από το Φεβρουάριο του 2017[9] και η πλήρης αναμόρφωση του ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων (που μετονομάστηκε σε επίδομα παιδιού) το 2018.
Όσον αφορά τη χορήγηση του κοινωνικού μερίσματος το 2017 και το 2018, αν και στηρίζει τους οικονομικά ασθενέστερους, δεν συνάδει με την προσπάθεια εκσυγχρονισμού του ελληνικού κοινωνικού κράτους, καθώς αποτελεί οικονομική ενίσχυση που ανακοινώνεται εκτάκτως στην εκπνοή του έτους υπό
την προϋπόθεση επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος. Εναλλακτικά, οι ίδιοι πόροι θα είχαν μεγαλύτερο κοινωνικό αντίκρισμα και αναπτυξιακό αποτέλεσμα εάν κατευθύνονταν προς τη συστηματική κάλυψη των κενών προστασίας[10], όπως π.χ. του κενού προστασίας για τους ανέργους[11] την ενίσχυση της απασχόλησης και τις κοινωνικές επενδύσεις στους τομείς της παιδείας και της υγείας. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επανειλημμένως τονίσει[12] τη σημασία ανάπτυξης ενός αποτελεσματικού εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο θα διευκολύνει την υπέρβαση των κοινωνικοοικονομικών περιορισμών από τους μαθητές-σπουδαστές.
Γενικότερα, οι πολιτικές που δημιουργούν προϋποθέσεις για ίσες ευκαιρίες λειτουργούν προληπτικά στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της εισοδηματικής ανισότητας, ενώ μακροπρόθεσμα έχουν αναπτυξιακά οφέλη[13].
Παραπομπές
[1] Το κατώφλι (ή γραμμή) φτώχειας μεταβάλλεται κατ’ αναλογία προς το μέσο βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, καθώς ορίζεται στο 60% της διαμέσου του συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος για το σύνολο των νοικοκυριών (ορισμός Eurostat). Για τον υπολογισμό του ισοδύναμου εισοδήματος του νοικοκυριού, ο αρχηγός του λαμβάνει συντελεστή στάθμισης 1, τα άλλα ενήλικα μέλη 0,5 και τα παιδιά κάτω των 14 ετών 0,3. Στην έρευνα του 2017 το χρηματικό όριο της σχετικής φτώχειας για ένα μονομελές νοικοκυριό ήταν 4.560 ευρώ, ενώ για ένα τετραμελές νοικοκυριό με δύο ενήλικες και δύο παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών ήταν 9.576 ευρώ.
[2] Για μια αναλυτική παρουσίαση των κυριότερων ευρημάτων από τις διαθέσιμες μελέτες για το μέγεθος και τη μεταβολή κοινωνικών δεικτών όπως η εισοδηματική ανισότητα, η φτώχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός ή δείκτες ευημερίας, καθώς και για τις αναδιανεμητικές επιδράσεις της φορολογίας και για την κατανομή του πλούτου στην Ελλάδα κατά την πρόσφατη περίοδο της κρίσης, βλ. Μητράκος, Θ.Μ., “Ανισότητες, φτώχεια και πολιτικές αλληλεγγύης στην Ελλάδα”, ΕΕΚΠ, Κοινωνική Πολιτική, Τεύχος 10, Ιούνιος 2018. Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι “ο επαναπροσδιορισμός των βασικών παραμέτρων της κοινωνικής πολιτικής μετά την πρόσφατη οικονομική κρίση προβάλλει ως επιτακτικά αναγκαίος”.
[3] Το χάσμα φτώχειας μετρά τη διαφορά του διαμέσου εισοδήματος των φτωχών ατόμων από το κατώφλι της φτώχειας ως ποσοστό του τελευταίου, δηλαδή παρέχει το μέσο εισοδηματικό έλλειμμα των φτωχών ατόμων.
[4] Ο δείκτης Gini λαμβάνει τιμές από 0% όταν το εθνικό εισόδημα είναι ισόποσα κατανεμημένο (δηλαδή το φτωχότερο x% του πληθυσμού εισπράττει το x% του εθνικού εισοδήματος για 0<x≤100) έως 100% όταν το εθνικό εισόδημα είναι κατανεμημένο σε ένα μόνο άτομο. Ο δείκτης S80/S20 μετρά το λόγο του συνολικού εισοδήματος που εισπράττει το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού προς το συνολικό εισόδημα που εισπράττει το φτωχότερο 20%. Και οι
δύο δείκτες λαμβάνουν μεγαλύτερες τιμές όσο αυξάνεται η εισοδηματική ανισότητα. Ο δείκτης Gini όμως αποδίδει την ίδια βαρύτητα στην ανισοκατανομή του εισοδήματος σε όλο το φάσμα της εισοδηματικής κατανομής, ενώ ο δείκτης S80/S20 επικεντρώνεται στις διαφορές στα άκρα της εισοδηματικής κατανομής.
[5] 28 Ν. 4389/2016 “Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις”.
[6] Για μία ανάλυση των αναδιανεμητικών επιπτώσεων της δημοσιονομικής πολιτικής το 2016 στις χώρες της ΕΕ-28, βλ. Euromod Working Paper Series, EM 10-2017: “Effects of tax-benefit policy changes across the income distributions of the EU-28 countries: 2015-2016”.
[7] Βλ. https://ec.europa.eu/eurostat/en/web/products-eurostat-news/-
/DDN-20181113-1.
[8] Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες του ΟΟΣΑ με υψηλή παιδική φτώχεια. Βλ. και “Poor children in rich countries: why we need policy action”, OECD Policy Brief, Οκτώβριος 2018.
[9] Βλ. και τη σχετική έκθεση αξιολόγησης από την Παγκόσμια Τράπεζα: The World Bank, A Quantitative Evaluation of the Greek Social Solidarity Income, Ιανουάριος 2019.
[10] Ματσαγγάνης, Μ. και Χ. Λεβέντη, “Πώς αντιμετωπίζει τη φτώχεια το ελληνικό κράτος”, άρθρο στον Οργανισμό Έρευνας και Ανάλυσης ΔιαΝΕΟσις, https://www.dianeosis.org/2017/12/antimetopisitis-
ftoxeias-kaikratiki-politiki/.
[11] 34 Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και του ΟΑΕΔ (για τον αριθμό των ανέργων και τον αριθμό των επιδοτούμενων ανέργων αντίστοιχα), το μέσο ποσοστό κάλυψης των ανέργων διαμορφώθηκε σε 152% το 2018 (από 35,1% το 2010).
[12] 35 Βλ. π.χ. Έκθεση του Διοικητή για το έτος 2015, Kεφάλαιο V, ενότητα 5.4, σελ. 116-117.
[13] 36 Βλ. Aiyar et al. (2017), Euro Area Policies Selected Issues IMF Country report Νο. 17/236, https://www.imf.org/~/ media/Files/Publications/CR/2017/cr17236.ashx. Επίσης, βλ. (α) OECD, Opportunities for All – A Framework for Policy Action on Inclusive Growth, Mάιος 2018, και (β) Paul Hufe, Ravi Kanbur, Andreas Peichl, “Measuring Unfair Inequality: Reconciling Equality of opportunity and Freedom from Poverty”, CESifo Working paper, Ιούνιος 2018, όπου κατασκευάζεται ένας νέος δείκτης “άδικης ανισότητας” (που συνδυάζει την ανισότητα ευκαιριών και τον κίνδυνο φτώχειας). Βάσει αυτού η Ελλάδα καταλαμβάνει την 6η θέση μεταξύ 31 ευρωπαϊκών χωρών (υψηλή ανισότητα). Η ανάγκη να προαχθεί η ισότητα ευκαιριών τονίζεται και στην έκθεσηGrowing United – Upgrading Europe’s Convergence Machine, World Bank Report on the European Union, Μάρτιος 2018.
E.E.A
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος
Labels:
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.