1940, Το Έπος Της Παναγίας: Θαύματα Και Εμφανίσεις Της Υπεραγίας Ημών Θεοτόκου Στο Μέτωπο
Μάθαμε όλοι οι Έλληνες να μιλάμε για το έπος του 1940 στα Βουνά της Πίνδου.
Είναι όμως έπος των Ελλήνων η έπος τής Παναγίας; Από τις διηγήσεις των στρατιωτών που θα ακολουθήσουν θα δούμε ότι ήταν έπος της Παναγίας και σ’ Αυτήν έπρεπε οι Έλληνες να αποδίδουμε τιμή όπως μας λέει ένα τροπάριο των αίνων της Αγίας Σκέπης.
Ήχος α“. Των ουρανίων ταγμάτων.
Την Αειπάρθενον Κόρην και Θεοτόκον Αγνήν, την των πολεμουμένων, συμμαχίαν και σκέπην, ημών δε εξαιρέτως καταφυγήν, και ετοίμην βοήθειαν, ανευφημήσωμεν σύμπασα η Ελλάς, μεγαλύνοντες την Σκέπην αυτής.
Έπρεπε όλοι οι Έλληνες να γεμίζουμε τις Εκκλησιές μας και να τιμήσουμε την Υπεραγία Θετόκο όπως μας λέει το τροπάριο «σύμπασα η Ελλάς».
Ο Τάσος Ρηγόπουλος, πολεμιστής του 1940 γράφει από το μέτωπο:
«Σου γράφω από μία αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου […]είναι να σου μεταδώσω αυτό που έζησα, αυτό που είδα με τα μάτια μου και που φοβάμαι μήπως, ακούγοντάς το από άλλους, δεν το πιστέψεις. Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε απόσταση περίπου δεκατριών μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη. Ο σκοπός φώναξε: «τις ει;». Μιλιά δεν ακούστηκε. Φώναξε ξανά θυμωμένος. Τότε, σαν να μας πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: «η Παναγία!». Εκείνη όρμησε εμπρός σα να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη.
Ολόκληρη εβδομάδα παλέψαμε σκληρά για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβάν-Μόροβας. […] Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Και όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπερμάχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και απλά χάθηκε» .
Ένα θαύμα έζησαν και οι στρατιώτες του 51ου τάγματος στην κορυφογραμμή Ροντένη.
Από τις 22 Ιανουαρίου και κάθε βράδυ στις εννέα και είκοσι ακριβώς, το βαρύ πυροβολικό των αντιπάλων άρχιζε βολή εναντίον του τάγματος. Ο εκνευρισμός και οι απώλειες ήταν πολλές. Οι τολμηροί ανιχνευτές δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα εχθρικά πυροβόλα, προφανώς γιατί κάθε βράδυ οι αντίπαλοι τα μετακινούσαν. Η κατάσταση ήταν πιεστική. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακουστήκανε πάλι τα εχθρικά κανόνια.
«Παναγιά μου, βοήθησέ μας, σώσε μας», φώναξε εντελώς αυθόρμητα ο ταγματάρχης Πετράκης. Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο και σιγά-σιγά δημιουργήθηκε κάτι σαν φωτοστέφανο και εμφανίστηκε η μορφή της Παναγίας, η οποία άρχισε να γέρνει προς τη γη και στάθηκε σε ένα φαράγγι. Όλοι στο τάγμα μόλις είδαν το θαύμα, ρίγησαν.
«Θαύμα!», φώναξαν και έκαναν το σταυρό τους. Αμέσως στάλθηκε μήνυμα στην ελληνική πυροβολαρχία, τα ελληνικά κανόνια βρόντηξαν και λίγο μετά τα αντίπαλα σίγησαν. Οι οβίδες των Ελλήνων είχαν πετύχει τον απόλυτο στόχο .
«Η πίστη κατά την διάρκεια του πολέμου, το σίγουρο είναι ότι βοηθάει τον δοκιμαζόμενο στρατιώτη. Και η εικόνα της προστάτιδας του φέρνει ελπίδα και αισιοδοξία. … οι Αρτινοί στο μέτωπο μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς δεν φοβόνταν ούτε όλμους, ούτε τις εχθρικές σφαίρες…» .
Αριθ. Δ.Υ.
Εν Τ.Τ. 712 τη 3η Μαρτίου 1941
Ο Ανθυπασπιστής Γκάτζαρος Νικόλαος
Προς
Το 1/40 Τάγμα Ευζώνων Ενταύθα
«Περί εμφανίσεως της Παναγίας και των δοθεισών μοι υπ’ Αυτής εντολών».
«Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω υμίν, ότι χθες Κυριακήν, 2 Μαρτίου έ.έ. και περί ώραν 8ην μ.μ. μετέβην εις τι παρακείμενον του καταυλισμού 2ου Λόχου Τάγματος Υμών μικρόν ύψωμα απέχον περί τα 300μέτρα, χάριν περιπά του, αισθανθείς την ανάγκην κινήσεως. Μία μυστηριώδης δύναμις ωσάν να με ώθη προς τα εκεί. Ο αήρ έχει ήδη παύσει να φυσά και ο ουρανός ήτο αστερόης. Κατά την επιστροφήν μου εις την σκηνήν, δεν έχω αριθμήση 10 βήμα τα, ότε αιφνιδίως ενεφανίσθη εμπρός μου και μου ανέκοψε τον δρόμον μία γυνή μαυροφόρα έχουσα σεμνήν, την εμφάνισίν της. Το πρόσωπόν της διεκρίνετο χαρακτηριστικώς εις το βραδυνό ημίφως. Εις το θέαμα τούτο καταληφθείς εξ απροόπτου, κατ’ αρχάς εξεπλάγην, κατόπιν όμως αυτοστιγμεί συνήλθον εκ του τρόμου, επειδή εγνώριζον, ότι πολλάκις η Παναγία ενεφανίσθη είτε ως όραμα, είτε καθ’ ύπνον κατά τας πολεμικάς επιχειρήσεις του Στράτου μας.
Εγώ όλως μηχανικώς έλαβονθέσινημιγονυπετή, ίνα ασπασθώ την δεξιάν Της. Εκ της συγκινήσεως οι οφθαλμοί μου εδάκρυζον, οι πόδες και τα χείλη μου έτρεμον επί πολλήνώραν. Ήκουσα να ομιλή: «Είμαι η Παναγία. Μη φοβείσαι παιδί μου, είπε! Εγώ ενεφανίσθην να σου είπω τρεις λόγους, τους οποίους να μη λησμονήσης:
1) Ο παρών πόλεμος εκηρύχθη απροκαλύπτως και αναιτίως υπό της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος. Θελήματί μου η Ελλάς θα εξέλθη τούτου νικηφόρως.
2) Ο πόλεμος ούτος εκηρύχθη εναντίον της Ελλάδος, ίνα γνωρίση ο κόσμος, ότι αφορμή τούτου είναι η απομάκρυνσίς του εκ της Χριστιανικής θρησκείας, καθ’ ην ύβριζεν, εβλασφήμει τα θεία της και έρρεπε προς τον εκφυλισμόν και την ακολασίαν και ούτως συμμορφωθή, ίνα μάθη ότι υπάρχει και προΐσταται ο Θεός. Τρανώτατα δε τεκμήρια της υπάρξεως ταύτης είναι τα συχνά θαύματα των Αγίων της Εκκλησίας του Χριστού.
3) Έπρεπε να μάθη ο κόσμος, ότι ο δίκαιος πάντοτε υπερισχύει της βίας.
Ανάφερε, λοιπόν, ταύτα και εγγράφως εις τον Διοικητήν σου, ίνα μη πτοηθή προ ουδενός κωλύματος, καθότι υπό την προστασίαν Μου ο Ελληνικός Στρατός θα νικήση!».
Μεθ’ ο εν τη εξαφανίσει Της οι οφθαλμοί μου εθαμβώθησαν.
Εν τέλει συνήλθον εν μέρει και κατηυθύνθην αμέσως εις την σκηνήν υμών, όπου έξωθι ταύτης ανέφερονυμίν το συμβάν προφορικώς.
Νικόλαος Γκάτζαρος
Μετά από την εμφάνισι αυτή, όλοι μας οι στρατιώτες εδώσαμε τον φτωχό όβολό μας και με προθυμία κτίσθηκε στο μέρος αυτό ο ναός της Παναγίας.
Το αδέσποτο μουλάρι
Ο Ν. Ντραμουντιανός διηγείται μία θαυμαστή εμπειρία του από τον πόλεμο του ’40:
«Ο λόχος μας πήρε διαταγή να καταλάβει ένα προχωρημένο ύψωμα νια προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμπούρι μέσα στα βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, άρχισε να πέφτει πυκνό χιόνι. Έπεφτε αδιάκοπα δύο μερόνυχτα κι έφτασε σε πολλά μέρη τα δύο μέτρα. Αποκλειστήκαμε από την επιμελητεία. Καθένας είχε τροφές στο σακίδιο του για μία ήμερα. Από την πείνα και το κρύο δεν λάβαμε πρόνοια «δια την αυριον» και τις καταβροχθίσαμε.
Από κει και πέρα άρχισε το μαρτύριο. Τη δίψα μας τη σβήναμε με το χιόνι, αλλά η πείνα μας θέριζε. Περάσαμε έτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε.
Το ηθικό μας το διατηρούσαμε ακμαίο, αλλά η φύση έχει και τα όρια της.
Μερικοί υπέκυψαν. Το ίδιο τέλος περιμέναμε όλοι «υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Τότε μία έμπνευση του λοχαγού μας έκανε το θαύμα! Έβγαλε απ’ τον κόρφο του μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, την έστησε στο ψήλωμα και μας κάλεσε γύρω του:
— Παλικάρια μου! είπε. Στην κρίσιμη αυτή περίσταση ένα θαύμα μόνο μπορεί να μας σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε την Παναγία, τη μητέρα του Θεανθρώπου, να μας βοηθήσει!
Πέσαμε στα γόνατα, υψώσαμε τα χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δεν προλάβαμε να σηκωθούμε κι ακούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε και πιάσαμε τα όπλα. Πήραμε θέση «επί σκοπόν».
Δεν πέρασε ένα λεπτό και βλέπουμε ένα πελώριο μουλάρι να πλησιάζει κατάφορτο. Ανασκιρτήσαμε! Ζώο χωρίς οδηγό να περνά το βουνό, μ’ ένα μέτρο χιόνι — το λιγότερο – ήταν εντελώς αφύσικο. Καταλάβαμε: Το οδηγούσε ή Κυρία Θεοτόκος. Την ευχαριστήσαμε όλοι μαζί ψάλλοντας σιγανά, μα ολόκαρδα, το «Τη υπερμάχω» και άλλους ύμνους της. Το ζώο είχε πάνω του μία ολόκληρη επιμελητεία από τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιάκ και άλλα.
Ἕνας στρατιωτικὸς ἱερέας λέει τὰ ἐξῆς:
Λίγο αργότερα, συγκεντρώνεται όλος ο λόχος. Τους μιλάει μ’ αγάπη και ενδυναμώνει το πατριωτικό τους αίσθημα.
«Σε σας έλαχε η μεγάλη τιμή, να υπερασπίζετε σήμερα τα ιερά και τα όσια της Πατρίδας μας…».
Τους προετοιμάζει ακόμα για την αυριανή Θ. Λειτουργία και Θ. Κοινωνία. Τα παλικάρια αποθέτουν στα πόδια του Εσταυρωμένου ότι βάραινε τη νεανική τους ψυχή.
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, ετοιμάζονται για το Ιερό Μυστήριο.
-Να πάμε στο ξέφωτο, λέει στο Λοχαγό ο π. Αλέξιος. Εκεί θα είμαστε ασφαλείς.
Ο αξιωματικός τρόμαξε.
-Όχι πάτερ μου, θα γίνουμε στόχος στα αεροπλάνα. Είναι πολύ επικίνδυνο. Να μείνουμε εδώ, ανάμεσα στ’ αντίσκηνα.
Όμως παράξενο, ο πατήρ Αλέξιος δεν υποχώρησε.
Άρχισε η Θ. Λειτουργία.
Πλησίαζε να τελειώσει. Λίγο πριν τα παλικάρια προσέλθουν στο Ποτήριο της Ζωής, φάνηκε στον ορίζοντα ένα σμήνος από εχθρικά αεροπλάνα.
«Θεέ μου», προσευχήθηκε σιωπηλά ο ιερέας, «πρόλαβε το κακό, μην πάρω στο λαιμό μου τόσα παλικάρια».
Τ’ αεροπλάνα έφτασαν και άρχισαν μανιακά να βομβαρδίζουν τ’ αντίσκηνα. Στο ξέφωτο απλώθηκε ένα λευκό σύννεφο, που σκέπασε τα πάντα. Τις στιγμές αγωνίας διαδέχτηκαν στιγμές χαράς
Ένας λόχος ολόκληρος γονατιστός προσευχόταν πάνω στο χιόνι. Τώρα ευχαριστούσε για την ανέλπιστη σωτηρία του.
Ακόμα ευχαριστούσε θερμά τον Πλάστη και Πατέρα του για τον άγιο αυτό λευίτη που του ‘χε στείλει, σαν θείο δώρο, για να του συμπαρασταθεί στις δύσκολες αυτές στιγμές του πολέμου.
Όταν απομακρύνθηκαν τ’ αεροπλάνα, η Θ. Λειτουργία συνεχίστηκε.
Με απέραντη ευγνωμοσύνη στον Θεό πλησιάζουν τα ηρωικά παλικάρια και κοινωνούν.
Σε λίγο θα χυθούν σαν λιοντάρια στον εχθρό και θα θριαμβεύσουν ακόμα μια φορά!!!
Στον πόλεμο του῾40
Στο μέτωπο, σ᾿ όλη τη γραμμή, από τη γαλανή θάλασσα τούΙονίου μέχρι ψηλά τις παγωμένες Πρέσπες, ο ελληνικός στρατός άρχιζε να βλέπει παντού το ίδιο όραμα: Έβλεπε τις νύχτες μία γυναικεία μορφή να Βαδίζει ψηλόλιγνη, άλαφροπερπάτητη, μέτήν καλύπτρα της άναριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από παλιά, του την είχαν τραγουδήσει όταν ήταν μωρό κι ονειρευόταν στην κούνια. Ήταν η μάνα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στην δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η υπέρμαχος Στρατηγός.
Στις 10-4-1941, είχε σταλεί στο περιοδικό «Ζωή», επιστολή από ανώτερο αξιωματικό με τα στοχεία Ι.Β. Παραθέτουμε αποσπάσματα: Η φράσις «Μας βοηθεί η πληγωμένη Παναγία μας» μυριάκις ἔχει λεχθεί μέχρι σήμερον … Είναι άπειρα τα παραδείγματα των υπερφυσικών παρεμβάσεων εις τον αγώνα μας. Επί χιλίων οβίδων του εχθρικού πυροβολικού, αι 500 δεν εκρήγνυται, πίπτουσαι δ’ εν μέσω ομίλων εκ 2,3,5,10 ἀξιωματικών ή οπλιτών ουδέναθίγουσι! Οβίςβαρέου πυροβολικού αφού ετρύπησε την στέγην ενός σταθμού επιδέσεως, έπεσεν εντός της αιθούσης όπου ενοσηλεύοντο 15 τραυματίες και δεν εξερράγη! Άλλη ομοίαέπεσεν έξω από την σκηνήν του διοικητού του Συντάγματός μας, εντός της οποίας διέμενεν αυτός και άλλοι 5 ανώτεροι αξιωματικοί συσκεπτόμενοι, και δεν εξερράγη! Τους εβοήθησε η Παναγία μας. Μου απεκρίθη: Άς είναι δοξασμένο το όνομά Της.
Ο π. ΑχίλειοςΠαπαθανασόπουλος στρατιωτικός ιερέας του 29ου Συντάγματος στο ημερολόγιό του γράφει:
«Μεγάλο κακό ο πόλεμος. Εφθάσαμε εις τον αυχένα Μετζικοράνης περί τα ξημερώματα. Μα πουθενά δεντράκι ή θάμνος για κάλυψη. Οι περισσότεροι εκτεθειμένοι είμεθα όσοι εμείναμεν εις τον αυχένα Μετζικοράνης ως στήριγμα των δύο πυροβόλων που έδρων εντός της χαράδρας. Μας αντελήφθησαν οι Ιταλοί από τα κορυφογραμμάς του Σεντέλι και άρχισαν καταιγιστικόν πυρ εναντίον μας. Όλοι εμείς κρυμμένοι –ας είπωμενκαλλίτερον εκτεθειμένοι – μέσα εις μανδράκια, που προχείρως εφτιάσαμε.
Δύο χιλιάδες περίπου οβίδες βαρεός όλμου ερρίφθησαν εναντίον μας από το πρωί έως το βράδυ επάνω μας και επεριμέναμε τη νύκτα, δια να μετρήσωμεν τους νεκρούς, να περισυλλέξουμε τους τραυματίας, να φάμε κάτι και να πιούμε όλίγο νερό. Επεριμέναμεν από στιγμής εις στιγμήν τον θάνατον. Ήλθε η νύκτα και εβγήκαμε από τα μανδράκια. Και ω του μεγάλου θαύματος. Μα κανενός δεν του είχε λυθεί η μύτη κατά το δη λεγόμενον».
Και αρκετοί στρατιώτες που δεν πίστευαν στην Παναγία και τα θαύματά της μετά τις εμπειρίες που είχαν έγιναν πιστά τέκνα της Εκκλησία μας.
Μερικά παραδείγματα από το μέτωπο: Ενας στρατιώτης μέσα στο Νοσοκομείο έλεγε: εγώ δεν ήμουνα θρήσκος. Δεν πίστευα σε θαύματα. Η γριά μάνα μου θυμιάτιζε καμμιά φορά τα βραδάκια το εικόνισμα της Παναγίας, κι εγώ μέσα μου την κορόιδευα. Αλλά τώρα, κύριε, αν μου τα πεί άλλος αυτά, θα τον θεωρήσω εχθρό μου. Αυτά που είδα εκεί επάνω στην Αλβανία, δεν είναι ένα θαύμα, είναι χίλια θαύματα. Κάθε ύψωμα που παίρνουμε, είναι ένα θαύμα. Κάθε μάχη, κάθε εξόρμηση δική μας, ένα θαύμα. Κάθε μέρα του πολέμου που περνά, ένα μεγάλο θαύμα.
Περιοδικό Ζωή 1941.
«… Σάββατο απόγευμα σ’ ένα χωριό της Μεσσηνίας. Στην πλατεία του χωριού συγκεντρωμένη αρκετοί χωριανοί. Εδώ και ο Μανώλης τραυματίας του αλβανικού μετώπου. Τους διηγείται σκηνές από τη πολεμική ζωή. Έπειτα από την εξιστόρησι κάθε θαυμαστού κατορθώματος, επαναλαμβάνει: – Αλλά, να ξέρετε ένα πράγμα. Εμείς δεν πολεμάμε μοναχοί μας. Έχομε το Θεό με το μέρος μας. Η Παναγία πάει μπροστά και πίσω εμείς.
– Εσύ, Μανώλη, το πιστεύεις αυτό;
– Την ερώτηση την έκανε ένας χωριανός.
– Ο Μανώλης τον κύτταξε καλά, ύστερα κύτταξε κάτω συλλογισμένος. Έπειτα με ένα ύφος σοβαρό είπε. Έχεις δίκηο να μου κάνης αυτή την ερώτησι κυρ Δημητρό. Γιατί με ήξερες κι εσύ, όπως με ήξερε όλο το χωριό, τι άπιστος και βλάστημος άνθρωπος ήμουνα πριν από τον πόλεμο. Αλλά αυτή τη στιγμή σας εξομολογούμαι. Το χέρι μου είναι μισό. Το άλλο έχει μείνει πάνω στα βουνά της Αρβανιτιάς. Λοιπόν, στο όνομα αυτού του χεριού που τώδωκα θυσία στην Πατρίδα, σας βεβαιώνω όλους σας αυτή τη στιγμή, πως ο σημερινός Μανώλης δεν είναι ο Μανώλης που ξέρατε μια φορά. Εκείνος έσβυσεπιά. Τα θαύματα που κάνει ο Θεός στο στρατό μου άνοιξαν τα μάτια και κατάλαβα πόσο μεγάλη είναι η θρησκεία μας που την περιφρονούσα. Επίστεψα. Εξωμολογήθηκα. Εκοινώνουσα. Έγινα καινούργιος άνθρωπος. Από δω και μπρός θα ζήσω όπως θέλει ο Θεός μας …»
Γράμμα ενός στρατιώτη στη σύζυγο:
«Δεν θέλω να μου στείλεις φανέλλες και κάλτσες. Προτιμώ να μου φτιάξεις και να μου στείλεις μια σημαία. Στο μέσον της θα βάλης τον Ντίνο να μου ζωγραφίσει μια Παναγιά της Τίνου. Θέλω να την χαρίσω στον Λόχο μου. Θα παραξενεύεσαι γιατί δεν με ήξερες για θρήσκο, αλλά από όσα βλέπουν τα μάτια μου, πιστεύω κι εγώ ότι μια θεική δύναμις συντροφεύει τον στρατό μας.
(Από την Εφ. «Εκκλησία». Αρ. 24)»
Δεν είναι μόνο μαρτυρίες των Ελλήνων για την Παναγία αλλά και των Ιταλών στρατιωτών και τον ξένων μέσων.
Από σημειώματα αξιωματικών και φαντάρων: Δεν είναι μόνο οι στρατιώτες μας, που βλέπουν την Παναγία να τους οδηγεί στη νίκη. Ιταλοί αιχμάλωτοι ανακρινόμενοι, κατέθεσαν ότι βλέπουν, από το μέρος το δικό τους μια μαυροφορεμένη γυναίκα να προχωρεί εμπρός από τις τάξεις του Ελληνικού στρατού και να το οδηγεί εναντίον τους.
Αλλά και ξένος τύπος έγραψε για την επίδραση της θρησκείας σ’αυτόν τον πόλεμο … έχουν μια ιδιαίτερη ευλάβεια για την Παναγία. Από την αρχή του αγώνα, ακούγαμε για περίεργα συμβάντα που αναφέρονται σε εμφανίσεις της Παναγίας».
«Νο 306
Από τη Βρετανική Πρεσβεία
ΑΘΗΝΑΙ Δεκέμβριος 9, 1940
Κύριέ μου,
Εις την επιστολήν μου Νο 293 της 23ης Νοεμβρίου, ανέφερα την ευρέως παραδεχομένηνπίστιν εδώ ότι ο ελληνικός· στρατός απολαμβάνειτης ιδιαιτέρας προστασίας της Παναγίας της Τήνου και ότι οι νίκες του, οι οποίες δύνανται ασφαλώς να ονομαστούν θαυματουργικές, οφείλονται εις την επέμβασίν της.
Αυτή η πίστις έχει γίνει τώρα πεποίθησις και υπάρχουν αναρίθμητες ιστορίες της παρουσιάσεων της Ευλογημένης Πα
ρθένου εις στρατιώτας εις το μέτωπον ενθαρρύνοντάς τους εις την μάχην, με υποσχέσεις ότι η ιεροσυλία που έγινε από τους Ιταλούς εις τον Ναό της κατά την εορτή της Κοιμήσεως θα ετιμωρείτο από μία μεγάλη ήττα… […]
Φαίνεται ασύνηθες ν’ αφιερώνω μία επίσημη επιστολή σε τοιούτο θέμα, αλλά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πεποίθησις ότι υποστηρίζεται από υπερφυσική βοήθεια έχει συμβάλει πολύ εις την ενθάρρυνσιν του Έλληνος στρατιώτου, εις την ακούραστη επιδίωξη του διά νίκη, και του Ελληνικού λαού εις τον ενθουσιασμό του διά τον πόλεμον…
Η επίθεσις κατά της «Έλλης» στην Τήνο απεδείχθη πράγματι ένα σοβαρό λάθος, διά το οποίον πρέπει να μετανοούν οι Ιταλοί τώρα σκληρά.
Όχι μόνον ένωσε την Ελλάδα, την εβοήθησε από την αρχή με την πεποίθησιν ότι τα όπλα της εβοηθούντοθαυματουργικώς – μία πεποίθησις η οποία εις αυτήν την χώραν των ισχυρών και βαθέων θρησκευτικών παραδόσεων έχει ανεκτίμητη αξία.
Έχω την τιμήν να παραμένω με τον μεγαλύτερονσεβασμόν, Κύριε μου,
Ο πλέον ταπεινός και πλέον πιστός υπηρέτης Σας.
«MichaelPalairet».
Μετά από αυτές τις Μαρτυρίες δεν μπορούμε να ομολογήσουμε ότι το έπος του 1940 ήταν έπος της Παναγίας μας αγαπητοί αναγνώστες;
TOY ΘΕΟΛΟΓΟΥ κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΡΕΝΤΑΚΗ
Pentapostagma.gr
Είναι όμως έπος των Ελλήνων η έπος τής Παναγίας; Από τις διηγήσεις των στρατιωτών που θα ακολουθήσουν θα δούμε ότι ήταν έπος της Παναγίας και σ’ Αυτήν έπρεπε οι Έλληνες να αποδίδουμε τιμή όπως μας λέει ένα τροπάριο των αίνων της Αγίας Σκέπης.
Ήχος α“. Των ουρανίων ταγμάτων.
Την Αειπάρθενον Κόρην και Θεοτόκον Αγνήν, την των πολεμουμένων, συμμαχίαν και σκέπην, ημών δε εξαιρέτως καταφυγήν, και ετοίμην βοήθειαν, ανευφημήσωμεν σύμπασα η Ελλάς, μεγαλύνοντες την Σκέπην αυτής.
Έπρεπε όλοι οι Έλληνες να γεμίζουμε τις Εκκλησιές μας και να τιμήσουμε την Υπεραγία Θετόκο όπως μας λέει το τροπάριο «σύμπασα η Ελλάς».
Ο Τάσος Ρηγόπουλος, πολεμιστής του 1940 γράφει από το μέτωπο:
«Σου γράφω από μία αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου […]είναι να σου μεταδώσω αυτό που έζησα, αυτό που είδα με τα μάτια μου και που φοβάμαι μήπως, ακούγοντάς το από άλλους, δεν το πιστέψεις. Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε απόσταση περίπου δεκατριών μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη. Ο σκοπός φώναξε: «τις ει;». Μιλιά δεν ακούστηκε. Φώναξε ξανά θυμωμένος. Τότε, σαν να μας πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: «η Παναγία!». Εκείνη όρμησε εμπρός σα να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη.
Ολόκληρη εβδομάδα παλέψαμε σκληρά για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβάν-Μόροβας. […] Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Και όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπερμάχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και απλά χάθηκε» .
Ένα θαύμα έζησαν και οι στρατιώτες του 51ου τάγματος στην κορυφογραμμή Ροντένη.
Από τις 22 Ιανουαρίου και κάθε βράδυ στις εννέα και είκοσι ακριβώς, το βαρύ πυροβολικό των αντιπάλων άρχιζε βολή εναντίον του τάγματος. Ο εκνευρισμός και οι απώλειες ήταν πολλές. Οι τολμηροί ανιχνευτές δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα εχθρικά πυροβόλα, προφανώς γιατί κάθε βράδυ οι αντίπαλοι τα μετακινούσαν. Η κατάσταση ήταν πιεστική. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακουστήκανε πάλι τα εχθρικά κανόνια.
«Παναγιά μου, βοήθησέ μας, σώσε μας», φώναξε εντελώς αυθόρμητα ο ταγματάρχης Πετράκης. Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο και σιγά-σιγά δημιουργήθηκε κάτι σαν φωτοστέφανο και εμφανίστηκε η μορφή της Παναγίας, η οποία άρχισε να γέρνει προς τη γη και στάθηκε σε ένα φαράγγι. Όλοι στο τάγμα μόλις είδαν το θαύμα, ρίγησαν.
«Θαύμα!», φώναξαν και έκαναν το σταυρό τους. Αμέσως στάλθηκε μήνυμα στην ελληνική πυροβολαρχία, τα ελληνικά κανόνια βρόντηξαν και λίγο μετά τα αντίπαλα σίγησαν. Οι οβίδες των Ελλήνων είχαν πετύχει τον απόλυτο στόχο .
«Η πίστη κατά την διάρκεια του πολέμου, το σίγουρο είναι ότι βοηθάει τον δοκιμαζόμενο στρατιώτη. Και η εικόνα της προστάτιδας του φέρνει ελπίδα και αισιοδοξία. … οι Αρτινοί στο μέτωπο μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς δεν φοβόνταν ούτε όλμους, ούτε τις εχθρικές σφαίρες…» .
Αριθ. Δ.Υ.
Εν Τ.Τ. 712 τη 3η Μαρτίου 1941
Ο Ανθυπασπιστής Γκάτζαρος Νικόλαος
Προς
Το 1/40 Τάγμα Ευζώνων Ενταύθα
«Περί εμφανίσεως της Παναγίας και των δοθεισών μοι υπ’ Αυτής εντολών».
«Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω υμίν, ότι χθες Κυριακήν, 2 Μαρτίου έ.έ. και περί ώραν 8ην μ.μ. μετέβην εις τι παρακείμενον του καταυλισμού 2ου Λόχου Τάγματος Υμών μικρόν ύψωμα απέχον περί τα 300μέτρα, χάριν περιπά του, αισθανθείς την ανάγκην κινήσεως. Μία μυστηριώδης δύναμις ωσάν να με ώθη προς τα εκεί. Ο αήρ έχει ήδη παύσει να φυσά και ο ουρανός ήτο αστερόης. Κατά την επιστροφήν μου εις την σκηνήν, δεν έχω αριθμήση 10 βήμα τα, ότε αιφνιδίως ενεφανίσθη εμπρός μου και μου ανέκοψε τον δρόμον μία γυνή μαυροφόρα έχουσα σεμνήν, την εμφάνισίν της. Το πρόσωπόν της διεκρίνετο χαρακτηριστικώς εις το βραδυνό ημίφως. Εις το θέαμα τούτο καταληφθείς εξ απροόπτου, κατ’ αρχάς εξεπλάγην, κατόπιν όμως αυτοστιγμεί συνήλθον εκ του τρόμου, επειδή εγνώριζον, ότι πολλάκις η Παναγία ενεφανίσθη είτε ως όραμα, είτε καθ’ ύπνον κατά τας πολεμικάς επιχειρήσεις του Στράτου μας.
Εγώ όλως μηχανικώς έλαβονθέσινημιγονυπετή, ίνα ασπασθώ την δεξιάν Της. Εκ της συγκινήσεως οι οφθαλμοί μου εδάκρυζον, οι πόδες και τα χείλη μου έτρεμον επί πολλήνώραν. Ήκουσα να ομιλή: «Είμαι η Παναγία. Μη φοβείσαι παιδί μου, είπε! Εγώ ενεφανίσθην να σου είπω τρεις λόγους, τους οποίους να μη λησμονήσης:
1) Ο παρών πόλεμος εκηρύχθη απροκαλύπτως και αναιτίως υπό της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος. Θελήματί μου η Ελλάς θα εξέλθη τούτου νικηφόρως.
2) Ο πόλεμος ούτος εκηρύχθη εναντίον της Ελλάδος, ίνα γνωρίση ο κόσμος, ότι αφορμή τούτου είναι η απομάκρυνσίς του εκ της Χριστιανικής θρησκείας, καθ’ ην ύβριζεν, εβλασφήμει τα θεία της και έρρεπε προς τον εκφυλισμόν και την ακολασίαν και ούτως συμμορφωθή, ίνα μάθη ότι υπάρχει και προΐσταται ο Θεός. Τρανώτατα δε τεκμήρια της υπάρξεως ταύτης είναι τα συχνά θαύματα των Αγίων της Εκκλησίας του Χριστού.
3) Έπρεπε να μάθη ο κόσμος, ότι ο δίκαιος πάντοτε υπερισχύει της βίας.
Ανάφερε, λοιπόν, ταύτα και εγγράφως εις τον Διοικητήν σου, ίνα μη πτοηθή προ ουδενός κωλύματος, καθότι υπό την προστασίαν Μου ο Ελληνικός Στρατός θα νικήση!».
Μεθ’ ο εν τη εξαφανίσει Της οι οφθαλμοί μου εθαμβώθησαν.
Εν τέλει συνήλθον εν μέρει και κατηυθύνθην αμέσως εις την σκηνήν υμών, όπου έξωθι ταύτης ανέφερονυμίν το συμβάν προφορικώς.
Νικόλαος Γκάτζαρος
Μετά από την εμφάνισι αυτή, όλοι μας οι στρατιώτες εδώσαμε τον φτωχό όβολό μας και με προθυμία κτίσθηκε στο μέρος αυτό ο ναός της Παναγίας.
Το αδέσποτο μουλάρι
Ο Ν. Ντραμουντιανός διηγείται μία θαυμαστή εμπειρία του από τον πόλεμο του ’40:
«Ο λόχος μας πήρε διαταγή να καταλάβει ένα προχωρημένο ύψωμα νια προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμπούρι μέσα στα βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, άρχισε να πέφτει πυκνό χιόνι. Έπεφτε αδιάκοπα δύο μερόνυχτα κι έφτασε σε πολλά μέρη τα δύο μέτρα. Αποκλειστήκαμε από την επιμελητεία. Καθένας είχε τροφές στο σακίδιο του για μία ήμερα. Από την πείνα και το κρύο δεν λάβαμε πρόνοια «δια την αυριον» και τις καταβροχθίσαμε.
Από κει και πέρα άρχισε το μαρτύριο. Τη δίψα μας τη σβήναμε με το χιόνι, αλλά η πείνα μας θέριζε. Περάσαμε έτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε.
Το ηθικό μας το διατηρούσαμε ακμαίο, αλλά η φύση έχει και τα όρια της.
Μερικοί υπέκυψαν. Το ίδιο τέλος περιμέναμε όλοι «υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Τότε μία έμπνευση του λοχαγού μας έκανε το θαύμα! Έβγαλε απ’ τον κόρφο του μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, την έστησε στο ψήλωμα και μας κάλεσε γύρω του:
— Παλικάρια μου! είπε. Στην κρίσιμη αυτή περίσταση ένα θαύμα μόνο μπορεί να μας σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε την Παναγία, τη μητέρα του Θεανθρώπου, να μας βοηθήσει!
Πέσαμε στα γόνατα, υψώσαμε τα χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δεν προλάβαμε να σηκωθούμε κι ακούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε και πιάσαμε τα όπλα. Πήραμε θέση «επί σκοπόν».
Δεν πέρασε ένα λεπτό και βλέπουμε ένα πελώριο μουλάρι να πλησιάζει κατάφορτο. Ανασκιρτήσαμε! Ζώο χωρίς οδηγό να περνά το βουνό, μ’ ένα μέτρο χιόνι — το λιγότερο – ήταν εντελώς αφύσικο. Καταλάβαμε: Το οδηγούσε ή Κυρία Θεοτόκος. Την ευχαριστήσαμε όλοι μαζί ψάλλοντας σιγανά, μα ολόκαρδα, το «Τη υπερμάχω» και άλλους ύμνους της. Το ζώο είχε πάνω του μία ολόκληρη επιμελητεία από τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιάκ και άλλα.
Ἕνας στρατιωτικὸς ἱερέας λέει τὰ ἐξῆς:
Λίγο αργότερα, συγκεντρώνεται όλος ο λόχος. Τους μιλάει μ’ αγάπη και ενδυναμώνει το πατριωτικό τους αίσθημα.
«Σε σας έλαχε η μεγάλη τιμή, να υπερασπίζετε σήμερα τα ιερά και τα όσια της Πατρίδας μας…».
Τους προετοιμάζει ακόμα για την αυριανή Θ. Λειτουργία και Θ. Κοινωνία. Τα παλικάρια αποθέτουν στα πόδια του Εσταυρωμένου ότι βάραινε τη νεανική τους ψυχή.
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, ετοιμάζονται για το Ιερό Μυστήριο.
-Να πάμε στο ξέφωτο, λέει στο Λοχαγό ο π. Αλέξιος. Εκεί θα είμαστε ασφαλείς.
Ο αξιωματικός τρόμαξε.
-Όχι πάτερ μου, θα γίνουμε στόχος στα αεροπλάνα. Είναι πολύ επικίνδυνο. Να μείνουμε εδώ, ανάμεσα στ’ αντίσκηνα.
Όμως παράξενο, ο πατήρ Αλέξιος δεν υποχώρησε.
Άρχισε η Θ. Λειτουργία.
Πλησίαζε να τελειώσει. Λίγο πριν τα παλικάρια προσέλθουν στο Ποτήριο της Ζωής, φάνηκε στον ορίζοντα ένα σμήνος από εχθρικά αεροπλάνα.
«Θεέ μου», προσευχήθηκε σιωπηλά ο ιερέας, «πρόλαβε το κακό, μην πάρω στο λαιμό μου τόσα παλικάρια».
Τ’ αεροπλάνα έφτασαν και άρχισαν μανιακά να βομβαρδίζουν τ’ αντίσκηνα. Στο ξέφωτο απλώθηκε ένα λευκό σύννεφο, που σκέπασε τα πάντα. Τις στιγμές αγωνίας διαδέχτηκαν στιγμές χαράς
Ένας λόχος ολόκληρος γονατιστός προσευχόταν πάνω στο χιόνι. Τώρα ευχαριστούσε για την ανέλπιστη σωτηρία του.
Ακόμα ευχαριστούσε θερμά τον Πλάστη και Πατέρα του για τον άγιο αυτό λευίτη που του ‘χε στείλει, σαν θείο δώρο, για να του συμπαρασταθεί στις δύσκολες αυτές στιγμές του πολέμου.
Όταν απομακρύνθηκαν τ’ αεροπλάνα, η Θ. Λειτουργία συνεχίστηκε.
Με απέραντη ευγνωμοσύνη στον Θεό πλησιάζουν τα ηρωικά παλικάρια και κοινωνούν.
Σε λίγο θα χυθούν σαν λιοντάρια στον εχθρό και θα θριαμβεύσουν ακόμα μια φορά!!!
Στον πόλεμο του῾40
Στο μέτωπο, σ᾿ όλη τη γραμμή, από τη γαλανή θάλασσα τούΙονίου μέχρι ψηλά τις παγωμένες Πρέσπες, ο ελληνικός στρατός άρχιζε να βλέπει παντού το ίδιο όραμα: Έβλεπε τις νύχτες μία γυναικεία μορφή να Βαδίζει ψηλόλιγνη, άλαφροπερπάτητη, μέτήν καλύπτρα της άναριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από παλιά, του την είχαν τραγουδήσει όταν ήταν μωρό κι ονειρευόταν στην κούνια. Ήταν η μάνα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στην δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η υπέρμαχος Στρατηγός.
Στις 10-4-1941, είχε σταλεί στο περιοδικό «Ζωή», επιστολή από ανώτερο αξιωματικό με τα στοχεία Ι.Β. Παραθέτουμε αποσπάσματα: Η φράσις «Μας βοηθεί η πληγωμένη Παναγία μας» μυριάκις ἔχει λεχθεί μέχρι σήμερον … Είναι άπειρα τα παραδείγματα των υπερφυσικών παρεμβάσεων εις τον αγώνα μας. Επί χιλίων οβίδων του εχθρικού πυροβολικού, αι 500 δεν εκρήγνυται, πίπτουσαι δ’ εν μέσω ομίλων εκ 2,3,5,10 ἀξιωματικών ή οπλιτών ουδέναθίγουσι! Οβίςβαρέου πυροβολικού αφού ετρύπησε την στέγην ενός σταθμού επιδέσεως, έπεσεν εντός της αιθούσης όπου ενοσηλεύοντο 15 τραυματίες και δεν εξερράγη! Άλλη ομοίαέπεσεν έξω από την σκηνήν του διοικητού του Συντάγματός μας, εντός της οποίας διέμενεν αυτός και άλλοι 5 ανώτεροι αξιωματικοί συσκεπτόμενοι, και δεν εξερράγη! Τους εβοήθησε η Παναγία μας. Μου απεκρίθη: Άς είναι δοξασμένο το όνομά Της.
Ο π. ΑχίλειοςΠαπαθανασόπουλος στρατιωτικός ιερέας του 29ου Συντάγματος στο ημερολόγιό του γράφει:
«Μεγάλο κακό ο πόλεμος. Εφθάσαμε εις τον αυχένα Μετζικοράνης περί τα ξημερώματα. Μα πουθενά δεντράκι ή θάμνος για κάλυψη. Οι περισσότεροι εκτεθειμένοι είμεθα όσοι εμείναμεν εις τον αυχένα Μετζικοράνης ως στήριγμα των δύο πυροβόλων που έδρων εντός της χαράδρας. Μας αντελήφθησαν οι Ιταλοί από τα κορυφογραμμάς του Σεντέλι και άρχισαν καταιγιστικόν πυρ εναντίον μας. Όλοι εμείς κρυμμένοι –ας είπωμενκαλλίτερον εκτεθειμένοι – μέσα εις μανδράκια, που προχείρως εφτιάσαμε.
Δύο χιλιάδες περίπου οβίδες βαρεός όλμου ερρίφθησαν εναντίον μας από το πρωί έως το βράδυ επάνω μας και επεριμέναμε τη νύκτα, δια να μετρήσωμεν τους νεκρούς, να περισυλλέξουμε τους τραυματίας, να φάμε κάτι και να πιούμε όλίγο νερό. Επεριμέναμεν από στιγμής εις στιγμήν τον θάνατον. Ήλθε η νύκτα και εβγήκαμε από τα μανδράκια. Και ω του μεγάλου θαύματος. Μα κανενός δεν του είχε λυθεί η μύτη κατά το δη λεγόμενον».
Και αρκετοί στρατιώτες που δεν πίστευαν στην Παναγία και τα θαύματά της μετά τις εμπειρίες που είχαν έγιναν πιστά τέκνα της Εκκλησία μας.
Μερικά παραδείγματα από το μέτωπο: Ενας στρατιώτης μέσα στο Νοσοκομείο έλεγε: εγώ δεν ήμουνα θρήσκος. Δεν πίστευα σε θαύματα. Η γριά μάνα μου θυμιάτιζε καμμιά φορά τα βραδάκια το εικόνισμα της Παναγίας, κι εγώ μέσα μου την κορόιδευα. Αλλά τώρα, κύριε, αν μου τα πεί άλλος αυτά, θα τον θεωρήσω εχθρό μου. Αυτά που είδα εκεί επάνω στην Αλβανία, δεν είναι ένα θαύμα, είναι χίλια θαύματα. Κάθε ύψωμα που παίρνουμε, είναι ένα θαύμα. Κάθε μάχη, κάθε εξόρμηση δική μας, ένα θαύμα. Κάθε μέρα του πολέμου που περνά, ένα μεγάλο θαύμα.
Περιοδικό Ζωή 1941.
«… Σάββατο απόγευμα σ’ ένα χωριό της Μεσσηνίας. Στην πλατεία του χωριού συγκεντρωμένη αρκετοί χωριανοί. Εδώ και ο Μανώλης τραυματίας του αλβανικού μετώπου. Τους διηγείται σκηνές από τη πολεμική ζωή. Έπειτα από την εξιστόρησι κάθε θαυμαστού κατορθώματος, επαναλαμβάνει: – Αλλά, να ξέρετε ένα πράγμα. Εμείς δεν πολεμάμε μοναχοί μας. Έχομε το Θεό με το μέρος μας. Η Παναγία πάει μπροστά και πίσω εμείς.
– Εσύ, Μανώλη, το πιστεύεις αυτό;
– Την ερώτηση την έκανε ένας χωριανός.
– Ο Μανώλης τον κύτταξε καλά, ύστερα κύτταξε κάτω συλλογισμένος. Έπειτα με ένα ύφος σοβαρό είπε. Έχεις δίκηο να μου κάνης αυτή την ερώτησι κυρ Δημητρό. Γιατί με ήξερες κι εσύ, όπως με ήξερε όλο το χωριό, τι άπιστος και βλάστημος άνθρωπος ήμουνα πριν από τον πόλεμο. Αλλά αυτή τη στιγμή σας εξομολογούμαι. Το χέρι μου είναι μισό. Το άλλο έχει μείνει πάνω στα βουνά της Αρβανιτιάς. Λοιπόν, στο όνομα αυτού του χεριού που τώδωκα θυσία στην Πατρίδα, σας βεβαιώνω όλους σας αυτή τη στιγμή, πως ο σημερινός Μανώλης δεν είναι ο Μανώλης που ξέρατε μια φορά. Εκείνος έσβυσεπιά. Τα θαύματα που κάνει ο Θεός στο στρατό μου άνοιξαν τα μάτια και κατάλαβα πόσο μεγάλη είναι η θρησκεία μας που την περιφρονούσα. Επίστεψα. Εξωμολογήθηκα. Εκοινώνουσα. Έγινα καινούργιος άνθρωπος. Από δω και μπρός θα ζήσω όπως θέλει ο Θεός μας …»
Γράμμα ενός στρατιώτη στη σύζυγο:
«Δεν θέλω να μου στείλεις φανέλλες και κάλτσες. Προτιμώ να μου φτιάξεις και να μου στείλεις μια σημαία. Στο μέσον της θα βάλης τον Ντίνο να μου ζωγραφίσει μια Παναγιά της Τίνου. Θέλω να την χαρίσω στον Λόχο μου. Θα παραξενεύεσαι γιατί δεν με ήξερες για θρήσκο, αλλά από όσα βλέπουν τα μάτια μου, πιστεύω κι εγώ ότι μια θεική δύναμις συντροφεύει τον στρατό μας.
(Από την Εφ. «Εκκλησία». Αρ. 24)»
Δεν είναι μόνο μαρτυρίες των Ελλήνων για την Παναγία αλλά και των Ιταλών στρατιωτών και τον ξένων μέσων.
Από σημειώματα αξιωματικών και φαντάρων: Δεν είναι μόνο οι στρατιώτες μας, που βλέπουν την Παναγία να τους οδηγεί στη νίκη. Ιταλοί αιχμάλωτοι ανακρινόμενοι, κατέθεσαν ότι βλέπουν, από το μέρος το δικό τους μια μαυροφορεμένη γυναίκα να προχωρεί εμπρός από τις τάξεις του Ελληνικού στρατού και να το οδηγεί εναντίον τους.
Αλλά και ξένος τύπος έγραψε για την επίδραση της θρησκείας σ’αυτόν τον πόλεμο … έχουν μια ιδιαίτερη ευλάβεια για την Παναγία. Από την αρχή του αγώνα, ακούγαμε για περίεργα συμβάντα που αναφέρονται σε εμφανίσεις της Παναγίας».
«Νο 306
Από τη Βρετανική Πρεσβεία
ΑΘΗΝΑΙ Δεκέμβριος 9, 1940
Κύριέ μου,
Εις την επιστολήν μου Νο 293 της 23ης Νοεμβρίου, ανέφερα την ευρέως παραδεχομένηνπίστιν εδώ ότι ο ελληνικός· στρατός απολαμβάνειτης ιδιαιτέρας προστασίας της Παναγίας της Τήνου και ότι οι νίκες του, οι οποίες δύνανται ασφαλώς να ονομαστούν θαυματουργικές, οφείλονται εις την επέμβασίν της.
Αυτή η πίστις έχει γίνει τώρα πεποίθησις και υπάρχουν αναρίθμητες ιστορίες της παρουσιάσεων της Ευλογημένης Πα
ρθένου εις στρατιώτας εις το μέτωπον ενθαρρύνοντάς τους εις την μάχην, με υποσχέσεις ότι η ιεροσυλία που έγινε από τους Ιταλούς εις τον Ναό της κατά την εορτή της Κοιμήσεως θα ετιμωρείτο από μία μεγάλη ήττα… […]
Φαίνεται ασύνηθες ν’ αφιερώνω μία επίσημη επιστολή σε τοιούτο θέμα, αλλά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πεποίθησις ότι υποστηρίζεται από υπερφυσική βοήθεια έχει συμβάλει πολύ εις την ενθάρρυνσιν του Έλληνος στρατιώτου, εις την ακούραστη επιδίωξη του διά νίκη, και του Ελληνικού λαού εις τον ενθουσιασμό του διά τον πόλεμον…
Η επίθεσις κατά της «Έλλης» στην Τήνο απεδείχθη πράγματι ένα σοβαρό λάθος, διά το οποίον πρέπει να μετανοούν οι Ιταλοί τώρα σκληρά.
Όχι μόνον ένωσε την Ελλάδα, την εβοήθησε από την αρχή με την πεποίθησιν ότι τα όπλα της εβοηθούντοθαυματουργικώς – μία πεποίθησις η οποία εις αυτήν την χώραν των ισχυρών και βαθέων θρησκευτικών παραδόσεων έχει ανεκτίμητη αξία.
Έχω την τιμήν να παραμένω με τον μεγαλύτερονσεβασμόν, Κύριε μου,
Ο πλέον ταπεινός και πλέον πιστός υπηρέτης Σας.
«MichaelPalairet».
Μετά από αυτές τις Μαρτυρίες δεν μπορούμε να ομολογήσουμε ότι το έπος του 1940 ήταν έπος της Παναγίας μας αγαπητοί αναγνώστες;
TOY ΘΕΟΛΟΓΟΥ κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΡΕΝΤΑΚΗ
Pentapostagma.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.