Σύγχρονες μορφές της Ορθοδοξίας: παπα-Θανάσης Χατζής...Μονή Ντουραχάνη
Λερό ράσο. Το τινάζει από τον ασβέστη. Ν’ αλλάξει; Όχι να μην αλλάξει. Τέσσερα από τα εκατόν δεκατρία παιδιά που ταΐζει, ντύνει και μαθαίνει γράμματα, παίζουν μπάσκετ. Τους έφτιαξε και γήπεδο μπάσκετ. Τους κουβάλησε κομπιούτερ «να μαθαίνουν τα παιδιά ό,τι χρήσιμο». Τους έχει και βίντεο και τηλεόραση. Σήμερα τα πιο πολλά πήγαν σε γειτονικά χωριά που τα φιλοξενούν οι χωριανοί, να μη νιώθουν μόνα χρονιάρες μέρες. Άλλα είναι ορφανά, άλλα από διαλυμένες οικογένειες κι είναι και κάτι παιδόπουλα που τ’ άφησαν οι γονείς τους ή η μάνα γυρνάει επαρχία για να βγάζει μεροκάματο τη νύχτα.
«Κι ένα απ’ αυτά ήρθε και μου ’πε: “Για τη μάνα, πάτερ, μη με ρωτάς. Ο πατέρας κάπου ταξιδεύει, ναυτικός. Ό,τι θες, ρώτα εμένα”. Το κράτησα το παιδί».
Ο παπα-Θανάσης Χατζής είναι. Άνθρωπος που ως τα δέκα οχτώ του δεν πάτησε πόδι στην εκκλησιά. Δεν ήξερε μήτε πώς κρατάνε το θυμιατό. Πήρε όμως μια μονή διαλυμένη, τη μονή Ντουραχάνη έξω από τα Γιάννενα, απέναντι από τη λίμνη και το τι έκανε εκεί δεν λέγεται. Κόντρα σε υπουργεία και Αρχαιολογικές, κατάφερε να ζωντανέψει ξανά τη μονή και σε τέσσερα στρέμματα, δίπλα, έκανε το καταφύγιο γι’ αυτά τα παιδιά τ’ απροστάτευτα. Τα μάζεψε. Τους έδωσε ρούχα, τους έφτιαξε σχολείο και Λύκειο και τι δεν έκανε για τα παιδιά. Κόντρα στο κατεστημένο της Εκκλησίας όσες φορές χρειάστηκε. Κόντρα στη γραφειοκρατία της Πολιτείας. Κίνησε γη και ουρανό. Σκαφτιάς, ζήτουλας, μπετατζής, μαραγκός για τα παιδιά. Μαζί με δεκατέσσερις κοπέλες, οι πιο πολλές καθηγήτριες που διδάσκουν, καθαρίζουν, φροντίζουν τα παιδιά. Πήγαν οι «βαλτοί» να τον τσιγκλίσουν. Τον ρώτησε ένας:
- Έχεις να βγάλουμε τίποτα «άπλυτο» για τους άλλους;
Τους είπε ο παπα-Θανάσης:
- Άκουσε, παπά μου. Έχω
άπλυτα, αλλά ποτέ δεν θ’ αμυνθώ με αδυναμίες των άλλων. Εγώ θ’ αμυνθώ μόνο με τα χέρια μου και με τη μπάλα μου (σσ: το κούτελο).
Πιο άγριος γύρισε αργότερα ο ίδιος παπάς:
- Άκου, παπα-Θανάση. Ή συμμορφώνεσαι με τη Μητρόπολη ή να σηκωθείς να φύγεις.
Αγρίεψε κι ο παπα-Θανάσης. Τον αρπάζει από το ράσο, τον κολλάει στον τοίχο και του λέει:
«Παπά! Στη ζωή μου δύο πράγματα δεν φοβήθηκα: Τη φτώχεια και την απειλή. Έξω λοιπόν από εδώ».
Πώς έμπλεξε τώρα με όλα αυτά και τι ήθελε ν’ ανακατευτεί με παιδιά και δεν καθόταν στη μονή του να τρώει, να πίνει και να ευλογεί τον Κύριο μακριά από τον κόσμο. Να δίνει και το τρία τοις εκατό από τα κεριά στη Μητρόπολη, να ναι ήσυχος. Διότι να τι έγινε μια μέρα «...Ποτε κανένας τους δεν ήρθε να δει πώς τα βγάζω πέρα ούτε τι έχω κάνει εδώ πάνω. Όχι για να δώσουν, αλλά για να δουν. Μόνο ήρθαν για να σπεί-ρουν ζιζάνια. Κατέφθασαν που λες μία των ημερών ένας γιατρός κι ένας θεολόγος για να μιλήσουν στα παιδιά. Εγώ ούτε που πλησίασα. Όταν τελείωσαν ήρθαν να με δουν. Και μου ’παν: “Γνωρίζουμε πως δεν ξέρεις γράμματα και πως όσα κάνεις τα κάνεις από ζήλο. Αλλά το «Πηδάλιο» - το Σύνταγμα της Εκκλησίας δηλαδή - λέει «δίχά τη γνώμη του επισκόπου εργάζεται τω σατανά». Κι εγώ που δεν χασομεράω σ’ αυτά, τους λέω: “Μην μ’ ανοίγετε το «Πηδάλιο», γιατί το «Πηδάλιο» λέει κι άλλα πράγματα. Άμα ανοίξουμε το «Πηδάλιο», τότε πολλά καλυμμαύκια θα πάνε σπίτι τους”. Τους τ’ αράδιασα όλα. Ότι πήγα στο Μέτσοβο και μου ’κλεισαν τις εκκλησιές και μου ’στειλαν παπά να μου πει ότι είμαι ανεπιθύμητος. Πάω εδώ, με κυνηγάτε, πάω αλλού, με κυνηγάτε και το παράπονό σας είναι που δεν σας δίνω το τρία τοις εκατό από τα κεριά. Κι από πάνω μου ζητάτε να ’μαι και υποχρεωμένος όπου μ’ έχετε στη μισθολογική κατάσταση. Μα δεν σας ζήτησα εγώ να ’μαι παπάς. Μοναχός ήθελα. Σεις με κάνατε παπά».
Δεν πήγε σχολειό. Σύνδεσμος ήταν λέει στον Εμφύλιο, τότε που η... «μεγάλη μάνα, η Βασιλομήτωρ, μάζευε τα παιδόπουλα και τάχα μου έκανε φιλανθρωπίες». Ύστερα στα Γιάννενα...
«...Φτώχεια. Πήγα σ’ ένα μπακάλικο. Δούλευα εφτά πρωί - έντεκα βράδυ με τρεις δραχμές τη μέρα και το ψωμί είχε τέσσερις. Εντεκάμισι χρονών ήμουν και ρούχα δικά μου δεν είχα φορέσει. Μια Κυριακή που μου ’μενε πού να σκεφτώ Εκκλησία! Πήγαινα κί έπαιζα μπάλα από το πρωί μέχρι που κουραζόμουν. Κάποτε μου ’ρθε η επιθυμία ν’ αγοράσω ένα σακάκι. Είχα δει ένα σε μια βιτρίνα, τεντωμένο πάνώ σε νάυλον. Το’χα δει που ’γράφε τριάντα πέντε δραχμές. Ε, λέω, τρεις δραχμές τη μέρα, μέχρι να περάσουν δεκα πέντε μέρες θα τα μαζέψω, θα του κόψω και τρεις και θα το πάρω. Τα μάζεψα. Πάω να ζητήσω το σακάκι και μου λέει ο μαγαζάτορας: “Δεν είδες το μηδέν'μετά από το πέντε;”. Έχασα σχεδόν την ισορροπία μου, από την ντροπή το ’βαλα στα πόδια και δεν ματαπέρασα από κει...».
Μετά πήγε σε ξυλουργείο να βιδώνει θρανία, ύστερα σ’ άλλο μαγαζί υπάλληλος και ’κονόμαγε, μέχρι που στα δεκαοχτώ του αρρώστησε για τα καλά. Σαν στάθηκε στα πόδια του, άρχισε να πηγαίνει ξαφνικά στην εκκλησία...
«Πηγαίνοντας άρχισε μέσα μου να γεμίζει ένα κενό. Σιγά- σιγά, όχι μόνο δεν ήμουν στερημένος, αλλά είχα ανοίξει και δικό μου μαγαζί που το ’χουν ακόμα τ’ αδέλφια μου. Στα παιδιά είχα αδυναμία όμως. Μου ’χε μείνει από τον Εμφύλιο που ήμουν βοηθός μαγείρου και μάζευα τα περισσεύματα να τα δώσω στα παιδιά. Ύστερα άρχισα να διαβάζω Καινή Διαθήκη. Εγώ δεν είχα πάει σχολείο και πολλοί λένε ότι δεν την καταλαβαίνουν. Δεν είναι δύσκολο να την καταλάβεις όταν ξέρεις ορισμένα πρακτικά θέματα. Δηλαδή , είναι δύσκολο να ερμηνεύσω πως εκείνο που δεν θέλω να μου κάνει ο άλλος να μην του το κάνω εγώ; Μου ’χε μείνει και μια κουβέντα του Χριστού προς τον Πέτρο: “Ποίμενε τα αρνία μου”. Κι εγώ πιάστηκα από τ’ ανήμπορα παιδιά. Να τους βρω πρώτα μια αίθουσα να παίζουν και να πηγαίνουν καμιά εκδρομή».
Μέσα από την καθημερινή πρακτική της ζωής, ο παπα-Θα νάσης άρχισε να συνειδητοποιεί αρχικά ότι του πήγαινε περισσότερο ο ρόλος του κοσμοκαλόγερου...
«Στα είκοσι μου σκέφτηκα μπας κι ήταν φρόνιμο να παντρευτώ, αφού είχα και προξενιά. Τι σήμαινε όμως συναίσθημα, δεν κατάλαβα ποτέ μου κι ούτε με τράβηξε καμιά γυναίκα. Είπα: Αν παντρευτώ, θέλω οχτώ ώρες εργασίας για να θρέψω την οικογένειά μου, οχτώ ώρες δικές μου για ξεκούραση, έξι ώρες για την οικογένεια και μου περισσεύουν μόνο δύο ώρες για τους άλλους. Ας το καλό, λέω, βόηθα, Θεέ μου! Δέκα οχτώ ώρες για τους άλλους κι έξι για μένα. Από εκείνη τη στιγμή έπαψα να σκέφτομαι το γάμο, και το ’ριξα στο να βοηθάω τα παιδιά. Και πήγα στη Μητρόπολη και ζήτησα να γίνω μοναχός».
«Ήθελα να ’χω ένα μοναστήρι να ’ναι κοντά στον κόσμο. Όταν τραυματίζομαι, να βρίσκω εκεί καταφύγιο κι ύστερα, να ορμάω πάλι. Δεν ήθελα μοναστήρι να ’χει υλικά αγαθά, πρώτα γιατί δεν θα μου το ’διναν κι έπειτα γιατί ήθελα να ’χω τη χαρά της δημιουργίας. Δεν μου είπαν αμέσως ναι. Το 1965 κατέβαινα σε κάτι συλλαλητήρια στην Αθήνα για την Εκκλησία κι εκεί σήμερα δεν συμφωνώ με τους δεσποτάδες. Τότε φώναζαν: “Έλεγχος στα ταμεία”, “Να δοθεί η περιουσία σ’ εκείνους που έχουν ανάγκη”. Γιατί να ’χουν την οργή του λαού, ότι έχουμε και δεν κάνουμε κάτι; Κρατούσα τότε και πανώ. Μετά είδα ότι άλλαξαν τα πράγματα από ορισμένους κι ότι άλλα ζητούσαμε τότε κι άλλα ζητάμε τώρα. Δεν σου λέω ποιοι και τι».
Στην αρχή νοίκιασε ένα σπίτι στα Γιάννενα κι εκεί φιλοξενούσε όσα παιδιά δεν είχαν τα μέσα να σπουδάσουν. Πολλά απ’ αυτά πήραν πτυχίο και πάνε σήμερα και τον βλέπουν. Το σπίτι αυτό το ’χε ένας γυναικείος σύλλογος κι ο παπα-Θανάσης είχε κάνει συμβόλαιο για πεντακόσιες δραχμές το μήνα, τις οποίες «πάτσιζε» κάνοντας διάφορες δουλειές στο σύλλογο. Ο Χρυσόστομος το 1970 τον κάνει μοναχό κι ύστερα διάκο...
«Εγώ δεν ήξερα από λειτουργία κι όποτε πήγαινα, μ’ έλουζε κρύος ιδρώτας. Μια φορά αρρώστησε ο δεύτερος διάκος, μέρα των Φώτων, και μου λέει: “Εσύ είσαι σήμερα”. Τα ’χασα. Κάθησα μπροστά από τον Εσταυρωμένο και του ‘πα: “Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις”. Εκείνη την ημέρα πήγα σαν αηδόνι».
Το 1972 τον έκαναν ιερέα και του έδωσαν τη μονή Ντουραχάνη που ’χε να δει μοναχό από το 1933. Ούτε δρόμος ούτε τίποτα, μόνο κατσάβραχα. Εγκαταλειμμένη η μονή κι ο παπα-Θανάσης μάζευε τούβλα, τσιμέντα και μπάλωνε, μέχρι που κάποιος τον «κάρφωσε» στην Αρχαιολογία. Τον κάλεσε η κυρία Ποτα- μιάνου που ήταν προϊσταμένη...
«Καθώς πήγαινα λέω μέσα μου: Τι πάω τόσο ήσυχα; Χαμένος και χαμένος δεν στήνω έναν καυγά; Μόλις έφτασα, έβαλα τις φωνές: Δεν περίμενα ποτέ μια γυναίκα να σέρνει έτσι έναν παπά που φτιάχνει το μοναστήρι του». Φωνές εκείνη, φωνές εγώ, στο Τέλος μ’ άφησε και τα δύο επόμενα χρόνια δούλεψα με την ησυχία μου. Αργότερα ήρθε άλλος που τσίναγε. Πήρα κι εγώ μια μέρα δυο φορτηγά χαλίκια και τσιμέντο, τα ’δειασα σε μια μονή πιο πάνω που έχει αρχαιολογικό ενδιαφέρον, διέδωσα ότι θα φτιάξω εκείνη τη μονή, οι φύλακες έτρεξαν να φυλάνε εκεί πάνω κι εγώ δούλευα κάτω με την ησυχία μου. Τους ’μείναν τα χαλίκια με γεια τους, με χαρά τους».
Τον έτρωγε, όμως, λέει, να φτιάξει το σχολείο. Από κοντά και οι φοιτήτριες που αργότερα έγιναν καθηγήτριες.
«Ήθελα να φτιάξω το σχολείο. Ίσως γιατί εγώ δεν έμαθα ποτέ μου γράμματα. Είναι ντροπή να υπάρχουν τόσα κληροδοτήματα από Γιαννιώτες και τα Γιάννενα να μην έχουν τίποτα. Ήρθε μια μέρα ο Τζάλλας του “Ηπειρωτικού Αγώνα” καταστενοχωρημένος και μου είπε ότι υπάρχουν τριακόσια εκατομμύρια διαθήκη Αρσάκειου για να γίνει παράρτημα στα Γιάννενα και δεν βρίσκουν οικόπεδο. Κι έγιναν παραρτήματα στην Πάτρα και στη Θεσσαλονίκη. Βγήκα από τα ρούχα μου».
- Στα παιδιά που έχετε εδώ δίνετε κάποια θεολογική κατεύθυνση;
« Όχι. Είναι τελείως ελεύθερα να μιλάνε και ν’ αποφασίζουν».
- Πώς τα βγάζετε πέρα οικο-νομικά;
«Όπου πάω - εκτός από τους μεγαλοκαρχαρίες - ακόμα και στο περίπτερο θα μου κάνουν έκπτωση. Αυτή τη στιγμή έχω πεντακόσια καινούργια παντελόνια. Ένα διάστημα μάλιστα είχα εδώ κάμποσους αναρχικούς. Είχα κι έναν που ήταν αρχηγός τους, αλλά που τον κατηγορούσαν άδικα τον άνθρωπο. Είχαν βάλει μια βόμβα κάποτε και τον πρώτο που πήγαν να πιάσουν ήταν αυτός. Πήγαν σπίτι, δεν τον βρήκαν. Τον ψάχνουν στο δρόμο, τον πιάνουν και τι βρίσκουν πάνω του λες; Την Καινή Διαθήκη. Τρελάθηκε ο διοικητής της Ασφάλειας».
-Είχατε κάνει και σε φυλακή ιερέας...
«Παλιά μ’ έστειλαν να λειτουργώ. Πάω που λες την πρώτη φορά, λειτουργώ κι από τους 176 ήρθε μόνο ένας. Λέω, τι συνέβη; Πάω την άλλη Κυριακή και λέω στους ανθρώπους της φυλακής: “Ό,τι πω είμαι υπεύθυνος”. Μιλάω που λες μετά τη λειτουργία σε πέντε άτομα και τους λέω ότι οι βαριοί κλέφτες είναι έξω κι αυτοί που πήραν μια φραντζόλα είναι μέσα. Χαμός έγινε. Σαντέλειωσα, μαζεύτηκαν όλοι. Τους λέω: “Παιδιά, κανένα πρόβλημα;”. “Δεν έχουμε, πάτερ, έναν τενεκέ ασβέστη και μια βούρτσα”. “Πόσο κάνουν, ρε παιδιά;”. “Τριακόσιες”. “Πάρτε τα. Άλλο;”. “Μια μπάλα θέλουμε”. “Πόσο;”. “Διακόσιες”. “Πάρτετα”. Την επόμενη φορά με είχαν κόψει από εφημέριο της φυλακής. Κι όταν αργότερα πήγα να επισκεφτώ έναν αναρχικό που είχαν κρατούμενο, τσουπ ο φύλακας δίπλα μου. “Βρε, χριστιανέ, εξομολόγηση κάνω, άντε πέρα”. “Έχω διαταγή, πάτερ, να μη σ’ αφήσω”».
Είχε κάμποσα στόματα να ταΐσει. Τράβαγε λοιπόν στη λαϊκή και μάζευε ό,τι έβρισκε. Χόρτα, μήλα για κομπόστα. Έβαζε όλα αυτά σ’ ένα ταψί κι από εκεί έτρωγαν όλοι. Κάθε πέντε κι από ’να ταψί. Είχε κι ένα τραπέζι. Εκεί κάθε παιδί έψαχνε να βρει ό,τι είχε χάσει. Μέχρι που ξανά τον φωνάζουν στην Ασφάλεια, επειδή λέει δεν είχε άδεια για οικοτροφείο...
«“'Αδεια” μου λένε. “Από πού βγαίνει και τι λέει να μάθουμε”. “Πού έχεις τα παιδιά;”. “Έχω σπίτι και τα φιλοξενώ”. “Δεν παίρνεις λεφτά;”. “Όχι”. “Ούτε από το Δημόσιο;”. “Ούτε”. “Τότε πώς τα φιλοξενείς;”. “Γιατί κυρ-αστυνόμε, έχει όριο πόσους φιλοξενείς εσύ στο σπίτι σου;”».
Τον άφησαν. Δεν τα ’βγαζαν πέρα. Αυτός όμως ήθελε να χτίσει για να βάλει μέσα τα παιδιά να τους φτιάξει σχολείο και σπιτικό να μένουν. Ένα από τα παιδιά του είχε μεγαλώσει κι ήταν τώρα πρόεδρος στη διπλανή κοινότητα. Ο παπάς του ζήτησε να του δώσει άδεια να χτίσει στα χέρσα. Εκείνος του ’δώσε την άδεια...
«Μου λένε τα παιδιά: “Με τι θα χτίσουμε;” Έχει ο Θεός. Κάνω τα χαρτιά, έρχεται ο μηχανικός από το Πολεοδομικό. Ξανά ιστορίες. Είχαν συσπειρωθεί όλοι οι ισχυροί της πόλης.
Μπαίνει και η Αρχαιολογία μέσα. Ντροπή μου που στο λέω, αδελφέ μου, αλλά καμιά δουλειά δεν τέλειωσα με ηρεμία. Μόνο σαν έβαζα φωνές. Βάζω μπρος παράνομα. Ρίχνω “πέδιλα”, βάζω την “πλάκα” και σήμα από το υπουργείο Πολιτισμού: “Στοπ ο παπάς”. Ξανά αγώνας. Είχα πάρει κάτι δανεικά. Ξέρεις τώρα πώς γίνεται στο εμπόριο: Σκούφωνε, ξεσκούφωνε. Δούλευα κάνα εκατομμύριο χωρίς να χω φράγκο.
Έπαιρνα από σένα, έδινα στον άλλον. Ύστερα τραβούσα τους χωροφύλακες στο διπλανό χωριό, τους έλεγα ιστορίες να τους καθυστερώ και οι κοπελιές έριχναν τα μπετά. Δυο κοπελιές εδώ είναι ηρωίδες. Μη στα πολυλογώ, μέσα σε μια νύχτα με τα παιδιά μου στρώσαμε δέκα οχτώ χιλιάδες τούβλα. Το σκεπάσαμε. Είναι αυτό που βλέπεις. Εδώ προτιμούνται παιδιά χωρισμένων, πολύτεκνων', ορφανά, παιδιά από απομακρυσμένα χωριά, παιδιά ξενιτεμένων κι έχω και είκοσι που έρχονται στο Γυμνάσιο και φεύγουν μετά το μάθημα».
- Μεγάλη αντίδραση πρέπει να βρήκες μπροστά σου, παπα- Θανάση.
«Αντίδραση και από την Εκκλησία και από φορείς της πόλης. Δεν τους παρεξηγώ, γιατί μάλλον μικρότητες είναι όλα αυτά. Σου λέει: “Πατί αυτός;”».
- Και θες ένα εκατομμύριο το μήνα για τσουκάλι κι άλλα έξοδα. Πού τα βρίσκεις;
«Όποιος δώσει. Ο κόσμος δεν μ’ άφησε. Και γι’ αυτό το σαράβαλο το λεωφορείο που είδες απ’ έξω (το οδηγεί μια καθηγήτρια) και που το πήραμε για τα παιδιά, ήρθε μια κυρά και μου ’δωσε τριάντα χρυσές. Ίσα την αξία του. Πάντως οι ηρωίδες εδώ μέσα είναι οι κοπέλες».
- Και πώς αντιλαμβάνεσαι παπα-Θανάση αυτό που λέμε θρησκεία;
«Η Ορθοδοξία έχει δύο φτερά. Την αγάπη και την πίστη.
Αν έχει το ένα, δεν πετάει. Νιώθεις; Εγώ δεν μπορώ να μένω στη θεωρία. Θυμάμαι ένα μου παιδί που μπήκε από τα πρώτα στο Πανεπιστήμιο. Τέλειωσε μάλιστα με υποτροφία. Ξέρεις,τι κράτησε αυτό το παιδί στη ζωή; Μια βελέντζα! Κι είπα: “Εγώ του μιλάω για Θεό κι αυτό δεν έχει να φάει;”. Έρχομαι σε σύγκρουση με τους άλλους γιατί λεω: “Βρε, ξέρεις εσύ αν φταίει αυτός που είναι εγκληματίας; Ρώτησες ποτέ σου γιατί το ’κάνε;”. Ήρθε κάποτε και με βρήκε ένας που ’χε βγει από τη φυλακή και που δεν του ’δινε κανένας δουλειά. Λέω: “Αν γίνει κλέφτης δεν θα φταίω εγώ; Ποια είναι η ευθύνη της Εκκλησίας;”. Αυτά που γίνονται τώρα με το ΠΑΣΟΚ εγώ τα ’λεγα από παλιά κι έστελνα τηλεγραφήματα είτε για την περιουσία είτε για τις εκτρώσεις είτε για τον πολιτικό γάμο. Γιατί να μη γίνεται πολιτικός γάμος όταν ο άλλος δεν πιστεύει στο Ευαγγέλιο; Λένε ότι εμείς οι Ορθόδοξοι δεν είμαστε σαν τους Καθολικούς, αλλά είμαστε πνευματικότεροι. Μάλιστα. Όταν όμως μας έτυχαν τα οικονομικά, γιατί κατεβήκαμε στο Σύνταγμα; Αφού δεν είμαστε υλικοί!».
- Μ’ όλα αυτά φαντάζομαι, παπα-Θανάση, τι θ’ ακούς!
«Λοξός είμαι κατά Σεραφείμ, αντάρτης κατά τους θρησκόληπτους. Μ’ αγαπάει όμως ο κόσμος. Δεν έχουν τι να μου βρουν οι άλλοι και άλλο τίποτα δεν κάνουν από το να διαδίδουν σε βάρος μου διάφορα παραμύθια. Φέτος διέδωσαν ότι βρήκα, λέει, δύο κάσες λίρες. Ένας έμπορος μου ‘ πε ότι κάποιος μ άφησε στη διαθήκη του είκοσι εκατομμύρια κι ούτε που τον ξέρω κι ούτε μια εικοσάρα τρύπια μ’ άφησε. Μικρότητες...».
Κι αυτός συνεχίζει να χτίζει. Ένα συγκρότημα νοικοκυρεμένο και καθόλου καλογερίστικο για τα παιδιά του. Ανασκουμπωμένος, πάντα ανήσυχος, να τρέχει εδώ κι εκεί. Μπροστά πάντα από τις κακολογίες που δεν τον αγγίζουν. Τις αφήνει πολύ πίσω. Άλλοι αντάρτη τον λένε, άλλοι λοξό, μερικοί αναρχικό, κάποιοι φτάνουν να τον πουν και... κομμουνιστή, αυτός όμως τραβάει τη δική του ρότα. Κι αν κάτι σας περισσεύει, σ’ αυτόν να το στέλνετε. Στη Μονη Ντουραχάνη στα Γιάννενα, στον παπα-Θανάση Χατζή. Ας είναι κι από το υστέρημά σας. Κι ας κρατάει και το τρία τοις εκατό από τα κεριά. Γεια σου παπα.
από το αρχείο της ιστοσελίδας της Μονής Ντουράνης //dourachani.gr[Του ΑΡΗ ΣΚΙΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Περιοδικό Ταχυδρόμος 10-11-1988]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.