Για την καπιταλιστική κρίση Θεωρία κρίσης ή θεωρία της αξίας;
Γράφει ο
Θανάσης ΜΑΝΙΑΤΗΣ
Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ζούμε άλλη μια καπιταλιστική κρίση που επιδεινώνει μια ήδη προβληματική κατάσταση. Η απασχόληση και το εισόδημα της συντριπτικής πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και του συνολικού πληθυσμού απειλούνται με ακόμη μεγαλύτερες μειώσεις, καθώς στον καπιταλισμό δεν έχουν να κάνουν με την παραγωγή αξιών χρήσης κατάλληλων και απαραίτητων για την κοινωνική αναπαραγωγή, αλλά με τη μίσθωση της εργασιακής δύναμης με κριτήριο την κερδοφορία του κεφαλαίου. Όταν η τελευταία υποφέρει ή απειλείται, το κόστος καλούνται να το πληρώσουν όλοι οι άλλοι εκτός από τους καπιταλιστές. Μόνο που αυτά τα επεισόδια έχουν γίνει τόσο συχνά ώστε να θεωρούνται δικαιολογημένα η «κανονικότητα» του συστήματος, ενός συστήματος ώριμου για ανατροπή.
1. Άλλη μια καπιταλιστική κρίση: Από το τέλος της «χρυσής εποχής» της καπιταλιστικής συσσώρευσης (που βασική αιτία της ήταν η ανασυγκρότηση από τα ερείπια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου) γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και έπειτα, το καπιταλιστικό σύστημα στην Ελλάδα αλλά και ολόκληρη η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία αγκομαχάει βαδίζοντας από κρίση σε κρίση, με σύντομα ενδιάμεσα διαλείμματα μέτριας, αναιμικής ανάπτυξης στην καλύτερη περίπτωση.
Έχει διαγραφεί καθαρά πλέον μια μακροπρόθεσμη καθοδική τάση στην κερδοφορία του κεφαλαίου και στο ρυθμό ανάπτυξης, υποδηλώνοντας και εκφράζοντας με τον πιο καθαρό τρόπο τον σταδιακά μειούμενο δυναμισμό του καπιταλιστικού συστήματος. Κάθε ανάκαμψη είναι πιο ασθενική από την προηγούμενη, κάθε καθοδικό επεισόδιο είναι πιο οξύ από τα προηγούμενα, αφήνοντας έντονα σημάδια στη λειτουργία και την υγεία του συστήματος που όλο και επιδεινώνεται και κάθε επόμενο ρήγμα είναι όλο και πιο πιθανό να αποβεί μοιραίο, αν συνοδευτεί με την απαραίτητη πολιτική, επαναστατική δράση των υποτελών τάξεων.
Στον βαθύτερο πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται η σύγχρονη έκφραση της αντίθεσης ανάμεσα στις παρωχημένες καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις που μπορούν να αναπτυχθούν στο πλαίσιό τους, δηλαδή η αδυναμία του συστήματος, παρά την όλο και εντεινόμενη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, να αποφύγει το καθεστώς της μειούμενης και χαμηλής κερδοφορίας, την ισχνή ανάπτυξη και τις κρίσεις που εμφανίζονται πλέον όλο και πιο συχνά με την οποιαδήποτε αφορμή (σπάσιμο της χρηματοπιστωτικής «φούσκας», σπάσιμο της «φούσκας» της τιμής των ακινήτων, πανδημία κ.ά.).
Ακριβώς επειδή η θεμελιώδης αιτία της οικονομικής κρίσης και στασιμότητας είναι η χαμηλή κερδοφορία που προκύπτει από την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου λόγω της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, οι ενέσεις ρευστότητας από τις νομισματικές αρχές κατευθύνονται σε χρηματοπιστωτικές τοποθετήσεις βραχυχρόνιας διάρκειας και όχι σε πιο μακροπρόθεσμες διεξόδους συσσώρευσης κεφαλαίου, αύξησης της παραγωγικότητας και της απασχόλησης στην «πραγματική» οικονομία, ενώ παράλληλα τα χαμηλά επιτόκια ωθούν κεφάλαιο και κυβερνήσεις σε όλο και μεγαλύτερα επίπεδα και ποσοστά χρέους, γεγονός που δημιουργεί ένα πρόσθετο εμπόδιο στη συσσώρευση κεφαλαίου.
Στην τρέχουσα φάση ο συνδυασμός της χαμηλής κερδοφορίας, του υψηλού χρέους, με την εμπειρία και τον κίνδυνο επέκτασης της πανδημίας που βάζουν μεγάλα εμπόδια στην παραγωγή και καθιστούν την προσδοκώμενη κερδοφορία αρνητική, κάνουν τη διστακτικότητα για οποιαδήποτε νέα επένδυση ακόμη μεγαλύτερη, δημιουργώντας μια κρίση τεράστιων διαστάσεων. Μια κρίση καπιταλιστική όπως και οι προηγούμενες, γιατί πέρα από την άμεση αφορμή της εξελίσσεται ήδη και θα επιδεινωθεί, επειδή η μείωση της παραγωγής υπαγορεύεται από την αρχή της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Με τις τρέχουσες υγειονομικές συνθήκες η κερδοφορία δεν μπορεί να εξασφαλιστεί, άρα σταματάει εντελώς ή επιβραδύνεται η παραγωγή, χωρίς κανένα σχέδιο ικανοποίησης των βασικών αναγκών του πληθυσμού. Η διαφορά της οργάνωσης της παραγωγής με γνώμονα τις ανθρώπινες ανάγκες και της οργάνωσης με γνώμονα το κέρδος δεν μπορεί να γίνει πιο φανερή.
Για την Ελλάδα ειδικότερα, όπου παρά τις διακηρύξεις όλων των κυβερνήσεων των τελευταίων δέκα ετών η καλύτερη πρόσφατη εμπειρία ήταν αυτή της οικονομικής στασιμότητας, οι επιπτώσεις θα είναι η ακόμη μεγαλύτερη ανεργία, που θα υπερβεί και πάλι το 20%, η μείωση των ήδη δραστικά μειωμένων μισθών, η χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας και του βιοτικού επιπέδου, η αύξηση της απόλυτης φτώχειας με την έννοια της ανεπαρκούς κάλυψης των βασικών αναγκών, η αύξηση του δημόσιου χρέους σε ακόμη πιο απαγορευτικά, μη εξυπηρετήσιμα επίπεδα (από 180% τώρα σε πάνω από 200% του ΑΕΠ) και με δεδομένη τη φοροασυλία της αστικής τάξης η μεγαλύτερη ένταση της «δημοσιονομικής εκμετάλλευσης» της εργατικής τάξης μέχρι την οριστική χρεοκοπία του ελληνικού κράτους, αλλά ουσιαστικά του ελληνικού λαού.
Το «ελατήριο» της οικονομικής ανάκαμψης παραμένει καθηλωμένο, ενώ έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια που το σύστημα ξεγελάει τον κόσμο με την υπόσχεση ότι όπου να 'ναι θα εκτιναχθεί, όπως ακούμε και πάλι τώρα για την επόμενη χρονιά.
2. Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία: Τι έχει να πει η Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία για τα διδάγματα και τα συμπεράσματα που μπορούν να βγουν από τη σημερινή περιπέτεια;
Σε κάθε ιστορικό επεισόδιο καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, η θεωρητική και η πολιτική συζήτηση εστιάζουν σε μια σειρά ερωτήματα σχετικά με το αν α) η κρίση πρόκειται για αποτυχία του συνολικού συστήματος ή β) αποτυχία κάποιου τμήματός του ή ακόμη και γ) για ευθύνη/πρωτοβουλία των υποτελών τάξεων με τις γνωστές κατηγορίες για «λαϊκισμό» και «υπέρογκες» απαιτήσεις για αμοιβές ή κρατικές μεταβιβάσεις που προκαλούν δημοσιονομική κρίση.
Η πρώτη θεώρηση παραπέμπει πολιτικά σε πλήρη ανατροπή και αντικατάσταση του συστήματος, η δεύτερη σε διόρθωση της ελαττωματικής πλευράς μέσα στο πλαίσιο και τη λογική του συστήματος και η τρίτη σε συμμόρφωση των υποτελών τάξεων στις απαιτήσεις του συστήματος, με πιθανό αντίτιμο και δέλεαρ τη σύναψη μιας νέας κοινωνικής συμφωνίας με το κεφάλαιο ή/και το κράτος, πιο ωφέλιμης γι' αυτές από τις υφιστάμενες συμφωνίες.
Η συζήτηση για την τρέχουσα κρίση, επειδή έχει σαν αφορμή έναν όχι στενά ή αποκλειστικά οικονομικό παράγοντα, ξεφεύγει κάπως από τα συνηθισμένα επιχειρήματα που συνοδεύουν τη μια ή την άλλη θεωρία κρίσης.
Ετσι, αντί για τη συνήθη διαμάχη γύρω από το μηχανισμό που δημιούργησε την κάθε κρίση (ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους λόγω της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, η υποκατανάλωση/χαμηλή ζήτηση, η «συμπίεση των κερδών» λόγω της αύξησης του μεριδίου της εργασίας στο καθαρό εισόδημα κ.ά.) και τα αντίστοιχα πολιτικά συμπεράσματα για την τακτική και τη στρατηγική της εργατικής τάξης, η κρίση που απειλεί να μπει τροχοπέδη στην καπιταλιστική αναπαραγωγή προσφέρεται περισσότερο για την εξαγωγή συμπερασμάτων γύρω από τις αντιμαχόμενες θεωρίες της αξίας, που τοποθετούνται σε ένα ακόμη πιο θεμελιακό επίπεδο, καθώς σχετίζονται στενά με τη γενικότερη κοσμοαντίληψη του κάθε θεωρητικού ή σχολής σκέψης.
Πιο συγκεκριμένα, το ρήγμα στην αναπαραγωγή έχει προκύψει από την αδυναμία του κεφαλαίου να φέρει μαζί, με λειτουργικό τρόπο, εργασία και μέσα παραγωγής για τη διεξαγωγή της παραγωγικής διαδικασίας, παρότι λόγω των σχέσεων παραγωγής/ιδιοκτησίας είναι ο υπεύθυνος οργανωτής των επιμέρους διαδικασιών παραγωγής και παρότι έμμεσα και χωρίς σχέδιο, από τις πρωτοβουλίες του εξαρτάται η ομαλή αναπαραγωγή του ίδιου, καθώς και του συνόλου του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Στη διαδικασία κύκλησης του κεφαλαίου, Χ - Ε (μέσα παραγωγής και εργασιακή δύναμη) .... Π .... Ε' - Χ' = Χ + υ(περαξία) έχει διακοπεί εντελώς ή έχει δυσκολέψει πολύ σε πολλές επιμέρους παραγωγικές διαδικασίες το πρώτο βήμα Χ - Ε, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η αξιοποίηση του κεφαλαίου, δηλαδή η πραγμάτωση της ίδιας της φύσης του, με αποτέλεσμα την αυτοαναίρεση, την καταστροφή του.
Η κρίση δεν μπορεί να αποδοθεί αυτήν τη φορά ούτε στην πρωτογενώς χαμηλή ζήτηση, ούτε σε χρηματοπιστωτικά αίτια, αντίθετα, τα γεγονότα δείχνουν καθαρά την πλευρά της παραγωγής και προσφοράς ίσως για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, δίνοντας τη δυνατότητα αποτίμησης των διαφόρων απόψεων γύρω από τη θεωρία της αξίας.
3. Θεωρία της αξίας: Η τελευταία συζητά το ερώτημα ποιος είναι ο δημιουργός του εισοδήματος και του πλούτου που βλέπουμε γύρω μας και ανήκει συνήθως στους λίγους που δεν μπορούμε να δούμε στην καθημερινή μας ζωή. «Ακόμη και ένα παιδί ξέρει ότι κάθε χώρα που θα σταματήσει να εργάζεται, δεν θα πω για ένα χρόνο αλλά για λίγες βδομάδες, θα καταστρεφόταν», λέει ο Μαρξ στο γράμμα στον Κούγκελμαν σε ένα πολυδιαβασμένο εδάφιο στη συζήτηση γύρω από την εργασιακή θεωρία της αξίας.
Ποιος είναι ο απολύτως απαραίτητος παράγοντας για την αναπαραγωγή της οικονομίας και της κοινωνίας; Τι ρόλο μπορούν να παίξουν από μόνα τους τα κεφαλαιουχικά αγαθά, το φυσικό κεφάλαιο, όταν δεν μπορεί να κινητοποιηθεί και να χρησιμοποιηθεί η ανθρώπινη εργασία; Δεν είναι ακραία φετιχιστική η κυρίαρχη αντίληψη να θεωρούνται άψυχα αντικείμενα δημιουργοί αξίας, εισοδήματος, πλούτου και βάση/δικαιολογία για τα κέρδη και όλα τα άλλα εισοδήματα από ιδιοκτησία;
Ποιος (ποια τάξη) χρειάζεται την άλλη περισσότερο; Μπορεί να υπάρξει κεφάλαιο (ως κοινωνική τάξη) χωρίς την εργασία (τον υποκειμενικό φορέα της, την εργατική τάξη); Η απάντηση είναι ότι υπάρχει εργατική τάξη επειδή υπάρχει κεφάλαιο (ως κοινωνική σχέση) και αστική τάξη και ότι ενώ είναι προφανές και η ανθρωπότητα έχει βιώσει ιστορικά το να υπάρχουν εργάτες - παραγωγοί και όχι καπιταλιστές, το αντίστροφο, κοινωνία μόνο με καπιταλιστές χωρίς εργάτες - παραγωγούς, ακούγεται σαν κακόγουστο αστείο.
Στη φάση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που διανύουμε εδώ και καιρό, η αναπαραγωγή του συστήματος διεκπεραιώνεται α) κυρίως από την αγορά, β) από την αγορά με την εκτεταμένη παρέμβαση του κράτους - συλλογικού καπιταλιστή και στην πραγματικότητα από συνδυασμούς κράτους - αγοράς με εναλλασσόμενο βάρος στο μερίδιο ευθύνης κάθε θεσμού ανάλογα με την ιστορική συγκυρία.
Η αγορά στηρίζεται στο κριτήριο της κερδοφορίας, το ίδιο ισχύει και για το κράτος επειδή υπηρετεί τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του κεφαλαίου, αλλά λειαίνοντας τους εξόφθαλμους ανορθολογισμούς της αγοραίας αναπαραγωγής και φροντίζοντας (από τη γένεση του καπιταλισμού) για την εξασφάλιση των στοιχειωδών προϋποθέσεων της ομαλής λειτουργίας και αναπαραγωγής του τρόπου παραγωγής (κατάλληλο εργατικό δυναμικό, υποδομή), όπου το κίνητρο του κέρδους δεν είναι επαρκώς ισχυρό.
Στις μέρες μας έχει συσσωρευτεί πια αρκετό αποδεικτικό υλικό για να βγει το συμπέρασμα ότι το να αφήνει κανείς την τύχη του στη λειτουργία και τα καπρίτσια της αγοράς ή/και στην ελεημοσύνη των επιδομάτων του αστικού κράτους δεν μπορεί να τον πάει μακριά. Το κρίσιμο σημείο είναι να γίνει κοινή συνείδηση ότι η εργατική τάξη που παράγει τον πλούτο, μπορεί συνειδητά να σχεδιάσει και να οργανώσει την όλη διαδικασία αναπαραγωγής πολύ καλύτερα και πολύ πιο αποτελεσματικά από τον παραλογισμό του συστήματος που μας περιβάλλει.
Για πόσο ακόμη μπορούμε να βλέπουμε το ποσοστό ανεργίας να ανεβοκατεβαίνει γύρω από το 20% και μετά την απώλεια 25% του ΑΕΠ να επίκειται άλλη μια διψήφια μείωσή του σε διάστημα ενός χρόνου; Και παρ' όλα αυτά, η δημόσια συζήτηση να μην έχει στραφεί στην αλλαγή υποδείγματος σε ριζικά άλλο τρόπο κοινωνικής οργάνωσης, αλλά στο πώς θα στηριχτούν για άλλη μια φορά η επιχειρηματικότητα και το κεφάλαιο που μας έφεραν στα τωρινά αδιέξοδα.
4. Ζωή με επιδόματα: Ετσι όμως διαμορφώνεται μια κατάσταση όπου η επιβίωση της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού εξαρτάται από την κρατική «πρόνοια» και το βαθμό στον οποίο το κράτος θα ανταποκριθεί στο ρόλο του ως συλλογικού καπιταλιστή, διασώζοντας μεγάλο ή μικρό μέρος αυτών που μοχθούν, παράγουν και εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή του συστήματος. Αυτό επιβάλλεται γιατί η αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής χρειάζεται την εργατική τάξη όχι μόνο ως παραγωγούς αλλά και ως καταναλωτές.
Εχουμε το κλασικό σενάριο, όπου κάθε καπιταλιστής χρειάζεται πάση θυσία μόνο τους εργάτες του ως παραγωγούς, ενώ το σύστημα τους χρειάζεται και στο σύνολό τους αλλά και ως καταναλωτές. Οταν η αναπαραγωγή της εργατικής τάξης βρίσκεται σε κίνδυνο, τότε το κράτος όπως και στον καθορισμό του εργάσιμου χρόνου παρεμβαίνει τόσο όσο να διασωθεί η «χρυσοτόκος όρνιθα» του συστήματος. Ομως, απασχόληση, υγεία, εκπαίδευση, πολιτισμός, αναψυχή/διακοπές, θέρμανση, κατοικία έχουν γίνει πλέον δυσεύρετα αγαθά, υποδηλώνοντας μια πρωτοφανή μείωση του βιοτικού επιπέδου για την πλειοψηφία του πληθυσμού. Η αβεβαιότητα, που είναι σύμφυτη με την καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας, επιδεινώνει περισσότερο τις στενά οικονομικές αρνητικές επιπτώσεις.
5. Νεοφιλελευθερισμός - «κρατισμός»; Ακόμη παραπέρα, το υποτιθέμενο δίλημμα διατήρησης του νεοφιλελευθερισμού ή διόγκωσης του ρόλου του κράτους με αφορμή την κρίση είναι άστοχο, γιατί και τα «σοσιαλδημοκρατικά συμβόλαια» είναι ανέφικτα εδώ και καιρό λόγω των μέτριων επιδόσεων του συστήματος, αλλά και γιατί επιπλέον ένας λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ πάνω από 200% σημαίνει ακόμη μικρότερες δυνατότητες για κρατικές δαπάνες και φορολογική αφαίμαξη του πληθυσμού σε έμμεσους φόρους, ασφαλιστικές εισφορές και άμεσους φόρους, καθώς οι φόροι στα κέρδη του κεφαλαίου ακόμη και στις κανονικές περιόδους δεν ξεπερνούσαν το 2,5% του ΑΕΠ.
Οπως δεν κατέρρευσε ο νεοφιλελευθερισμός από την κρίση του 2007 και όπως δεν σταμάτησαν να δημιουργούνται «φούσκες» που δεν έχουν καμία σχέση και επαφή με τα δεδομένα της πραγματικής οικονομίας, έτσι και τώρα δεν υπάρχουν οι υλικές συνθήκες για συμφωνίες - συμβόλαια που θα αφήνουν όλες τις κοινωνικές τάξεις ικανοποιημένες. Το εκβιαστικό δίλημμα του κεφαλαίου προς την εργατική τάξη «δουλειά χωρίς καμία προφύλαξη ή καμία δουλειά» είναι ενδεικτικό των προθέσεών του.
Επειδή κάθε κρίση συνεπάγεται απώλειες από την πλευρά των αθώων και αδυνάτων, της πλειοψηφίας του πληθυσμού, κάθε κρίση θα την πληρώνει η εργατική τάξη, ιδίως αν δεν την έχει δημιουργήσει η ίδια αμφισβητώντας την κυριαρχία του κεφαλαίου.
Γι' αυτό η παρέμβαση πρέπει να είναι ακόμη πιο έντονη και επιτακτική, καθώς στις συνηθισμένες ιδεολογικές αιτιάσεις του αστικού λόγου που προκύπτουν αυτόματα σε κάθε κρίση και καθιστούν υπεύθυνους τους εκμεταλλευόμενους, προστίθενται και επιχειρήματα που αντλούνται από την υγειονομική κρίση. Ο κίνδυνος της εξαθλίωσης είναι ορατός και πρέπει να μετατραπεί σε συνειδητή αντίθεση απέναντι στο σύστημα συνολικά και την απάνθρωπη φύση του, που αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο με κάθε νέο κρισιακό επεισόδιο.
6. Αν μας διδάσκει κάτι η τρέχουσα κρίση, είναι
α) ο κυρίαρχος και αναντικατάστατος ρόλος της εργασίας στην κοινωνική αναπαραγωγή,
β) η ανάγκη για ένα επιστημονικό ορθολογικό σχέδιο οικονομικής και κοινωνικής αναπαραγωγής που θα βάζει σαν αποκλειστική προτεραιότητα τις ανθρώπινες ανάγκες σε κάθε περίπτωση και ιδίως σε έκτακτες, δύσκολες συνθήκες σαν τις σημερινές,
γ) ο παραλογισμός από την πλευρά των κυριαρχούμενων τάξεων και της κοινωνικής πλειοψηφίας που συνεπάγεται η παράδοση αυτής της ευθύνης και ρόλου «στις απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς», δηλαδή στον καθόλου απρόσωπο κυρίαρχο παράγοντα αυτού του θεσμού, το κεφάλαιο και το κριτήριο της κερδοφορίας του κεφαλαίου,
δ) με λίγα λόγια η εργατική τάξη δημιουργεί τις συνθήκες και προϋποθέσεις για την κοινωνική αναπαραγωγή με αντάλλαγμα μια επισφαλή θέση εργασίας και ένα μίζερο βιοτικό επίπεδο, που ακόμη κι αυτά βρίσκονται έρμαια στις διακυμάνσεις ενός ανορθολογικού συστήματος που τη χρειάζεται για να παράγει όσο μπορεί περισσότερο και να καταναλώνει όσο γίνεται λιγότερο.
Το επιχείρημα/μειονέκτημα ότι η εργατική τάξη επειδή είναι πολυάριθμη μπορεί να είναι το εύκολο θύμα (όταν είναι διασπασμένη και ανοργάνωτη), να αντικατασταθεί, να σταθεί στα πόδια του στο ότι η κοινωνική πλειοψηφία οφείλει να έχει τον κυρίαρχο και αποκλειστικό λόγο στην οργάνωση της κοινωνίας.
Το «χωρίς εσένα γρανάζι δεν γυρνά» έχει γίνει απολύτως καθαρό. Μένει να συνειδητοποιηθεί από την εργατική τάξη και το «μπορείς χωρίς αφεντικά». Να μετατραπεί η επίθεση του κεφαλαίου σε αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας του και σε αντεπίθεση της εργατικής τάξης. Δεν αντέχεται περισσότερη βαρβαρότητα! Σοσιαλισμός τώρα !
Labels:
ΑΠΟΨΕΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.