Τα Χριστούγεννα στα παλιά Γιάννινα
Της Ελένης Παναγωπούλου – Παπαθανασίου
Δεκέμβρης και τότε στα Γιάννινα των γραφικών των γειτονιών, των μαχαλάδων των απλών και των στενών με καλντερίμι σοκακιών.
Το χιόνι έπεφτε πυκνό, παχύ και αφράτο για μέρες μικρές, για νύχτες μεγάλες.
Μια ησυχία, μια ηρεμία, τίποτα δεν τάραζε τα σοκάκια και τους μαχαλάδες της ήρεμης πόλης. Οι ρόδες απ’ τις χαμάλες, τις σούστες και τα κάρρα, χώνονταν βαθειά μέσα στο χιόνι από το βάρος που είχαν οι πραμάτειες τους για την αγορά. Ούτε ένα γαύγισμα σκύλου, ούτε ένα νιαούρισμα γάτας. Αχός μουντός σηκώνονταν από τη μεριά του Κουρμανιου. Η πόλη ξυπνούσε. Οι πραματευτάδες με βροντερές φωνές διαλαλούσαν τις «πλούσιες» πραμάτειες.
Ο σαλεητντζής με το βαρύ χαλκωματένιο τσουκάλι κρεμασμένο στους ώμους του γυρόφερνε το αχνιστό του ρόφημα ανάμεσα στους ξεπαγιασμένους μεροκαματιάρηδες. Η τιμή του σαλεπιού φτηνή για όλα τα βαλάντια και η ενέργεια του πολύτιμη εκείνες τις ώρες.
Οι μποσταντζήδες του Μάτσικα απ’ τα χαράματα στο Κουρμανιό. Τα ολόφρεσκα ζαρζαβατικά της εποχής, έπαιρναν τις θέσεις τους πάνω στους ξύλινους πάγκους της Λαϊκής. Ανάμεσα τους νοικοκυρές με ψάθινα καλάθια, τρίχινα δίχτυα, ζεμπίλια και πάνινες τσαντοσακκούλες στα χέρια διάλεγαν προσεκτικά τα τριζάτα κουμπρολάχανα που θα έφτιαχναν τα πατροπαράδοτα γιαπράκια, το πρασσοσέλινο, με πράσσα, σέλινο, μακεδονήσι και χοιρινό, παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα φαγητά των ημερών εκείνων. Και αφού τελείωναν οι μποσταντζήδες με τον ανεφοδιασμό της πόλης από λαχανοζαρζαβατικά, ξαπόσταιναν στο στέκι, το μαγειριά του «Ντίβα» τρώγοντας αχνιστό καλομαγειρεμένο πατσά.
Οι σιμιντξήδες γύρω από το Φρούριο, το Κάστρο, απ’ τα μεσάνυχτα έκαιγαν τους φούρνους τους, ζύμωναν και φούρνιζαν καρβέλια και χριστόψωμα που την καθορισμένη ώρα μοστράριζαν αχνίζοντας στην καθαρή βιτρίνα. Μέσα στο στενό των «γύφτικων» αμόνια και γανωτήρια ζέσταιναν ανθρώπους και σιδερικά. Το καλάισμα στα συνιά, νταβάδες και τεντζερέδες γίνονταν με ξεχωριστή τέχνη και πολύ μεράκι. Τα μπακίρια γυάλιζαν, τα χαλκώματα άστραφταν στα σπίτια τα χαμηλά των Γιαννιωτών.
Στο Κριθαροπάζαρο, τα Χάνια ξεφάντωναν. Φωνές ανθρώπων, μουγκανητά ζώων, σ’ ένα αρμονικό ανακάτωμα. Οι χωρικοί των γύρω χωριών, ξημέρωναν στα Χάνια για να βρίσκονται πρωί-πρωί στο παζάρι, να προλάβουν να κάνουν και τα ψώνια τους για τις ημέρες τις καλές που έρχονταν.
Κορκάρι, μαλλιά για ξάνισμα και γνέσιμο, τομάρια, ήταν μερικές βασικές ανάγκες τους από την πόλη έβαζαν όμως στο ταγάρι τους και κανένα κομμάτι γιαννιώτικο μπακλαβά, λουκούμια και ζαχαρωτά για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Για τους χωρικούς εκείνος ο τόπος ήταν όλη η πόλη.
Τέλειωναν τις προμήθειες, συμμάζευαν τα ζωντανά τους και πάλι πίσω στο κονάκι τους, αφού έριχναν καναδυό ρακιά να ζεσταθούν στα καπηλειά του Κριθαροπάζαρου και του Γυαλί Καφενέ.
Τις μέρες εκείνες οι χιονισμένοι δρόμοι της μικρής μας πόλης, γέμιζαν από λογής-λογής ανθρώπους.
Ο μαθητόκοσμος, αρμάθες από νιάτα, παίζοντας χιονοπόλεμο έφτανε στα σχολεία τους με γέλια και με κλάματα από αδέσποτες χιονομπαλιές, έκαναν τις χριστουγεννιάτικες γιορτές, με ποιήματα, τραγούδια, διάλογοι και σκετς και ύστερα χαρούμενα σαν μια καλή «Αρμάδα» επέστρεφαν στα σπίτια τους όπου βοηθούσαν στις γιορτινές προετοιμασίες.
Οι μαγαζάτορες, ανεβασμένοι σε ράφια και βιτρίνες στόλιζαν το χώρο του καθημερινού «πάρε-δώσε» με τους γνωστούς και φιλικούς πελάτες, δίνοντας όψη γιορταστική.
Οι νοικοκυρές, στα σπιτικά τους, σερμπέτωναν ξεκάπνιζαν, σφουγγάριζαν πατώματα σανιδένια με βούρτσες και «τρινάλ» και τα έκαναν να λάμπουν όλα σαν την ασπράδα του χιονιού περιμένοντας με λαχτάρα την θεία γέννηση και τους ξενιτεμένους τους που τέτοιες μέρες φρόντιζαν να βρίσκονται ανταμωμένοι.
Ξημέρωνε η παραμονή. Απ’ τα χαράματα αδύνατες μικροκαμωμένες φιγούρες, χωμένες στα χοντρά «σαμαροσκούτινα» παλτά, γαλότσες λαστιχένιες, μάλλινα γάντια και κασκόλ κουκουλωμένες μέχρι τ’ αφτιά, αγουροξυπνημένες διαγράφονταν σαν νεραϊδογεννήματα στις χαμηλές εξώπορτες των σοκακιών. Με καθαρές φωνές έψελναν τα κάλαντα. «Δόξα θεώ, Θεόν ανυμνούσιν αγγέλων τα πλήθη… και του χρόνου κυρά». Οι κυράδες των φαμιλιών με τα πλατειά χαμόγελα, άνοιγαν διάπλατα τις πόρτες κι έμπαζαν στα χαγιάτια τους, τους μικρούς καλανταδόρους.
Τους φίλευαν χρήματα, κουραμπιέδες, κάστανα, μηλοκύδωνα, πολύχρωμα ζαχαρωτά κι εκείνοι έφευγαν ευχαριστημένοι για την παρακάτω πόρτα της γειτονιάς. Η χαρά τους δεν περιγράφονταν. Χιόνι, κρύο, παγωνιά δεν τα περόνιαζε, κι όταν η μέρα έφεγγε για τα καλά γίνονταν και η μοιρασιά. Η είσπραξη του καθενός ήταν αρκετή για να αγοράσουν με τα δικά τους χρήματα ότι ήθελε ξεχωριστό η καρδούλα τους εκτιμώντας με το παραπάνω τον κόπο για την απόκτηση του. Πόση ικανοποίηση στα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα τους.
Κι άστραφταν ακόμα πιο πολύ όταν φορούσαν τα καινούρια ρούχα και παπούτσια και πήγαιναν στην εκκλησία για να μεταλάβουν. Ψυχή, σώμα, καρδιά, άδολα, αγνά.
Η εξομολόγηση, η μεταλαβιά, η γονική ευχή και οι κανελλοτηγανίτες, τα προετοίμαζαν για τις χριστουγεννιάτικες γιορτές που τις περίμεναν μικροί-μεγάλοι με ανυπομονησία και χαρά μεγάλη. Το απόγευμα στόλιζαν το δέντρο. , Ένα πράσινο κλωνάρι, με χρυσωμένα καρύδια, τσίγαλα, λεφτόκαρα, κάστανα μαρόνια, εικόνες με αγγελούδια, μαρμαρόκολλες πολύχρωμες για αστέρια λαμπερά και μπόλικο βαμβάκι στόλιζε την γωνιά κάθε σπιτιού.
Κι ανήμερα τα Χριστούγεννα, γύρω από το γιορτινό τραπέζι οι μεγάλες φαμιλιές έτρωγαν, έπιναν, διασκέδαζαν όμορφα και μετρημένα μέσα στη γλυκιά θαλπωρή που σκόρπιζαν τζάκια και μαγκάλια χωρίς να αφήνουν κανέναν τους να ξεμυτίσει από τη ζεστή σπιτική αγκαλιά.
Έξω το χιόνι έπεφτε πυκνό, αθόρυβο, νανουριστικό και μέσα στα μαντζάτα πάνω στα μπάσια, παππούδες και γιαγιάδες με την περίσσεια τους αγάπη στόλιζαν τις παιδικές καρδούλες των εγγονιών τους με όμορφα παραμύθια, θρύλους και παροιμίες, μύθους και ιστορίες, κι έφτανε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά, Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία…
Τα σπίτια μοσχοβολούσαν από τις γιαννιώτικες κρεασόπιτες. Μέσ’ τα κοψίδια, στο ρύζι, στα κρεμμύδια, κρυμμένο και το φλουρί. Τα «πάρτα όλα» της σβούρας που γύριζε πάνω στο τραπέζι και τα χρωματιστά «μπιρμπλιά» που γέμιζαν το σακουλάκι του νικητή τους έκανε να ξεχνούν την ώρα που θα’ κοβαν την πίτα για να βρουν το τυχερό φλουρί. Στα περισσότερα γιαννιώτικα σπίτια η σβούρα ήταν πολύ συνηθισμένη σαν έθιμο για τυχερό πρωτοχρονιάτικο παιχνίδι, καθώς επίσης και το σπάσιμο του ροϊδιού. Με το μπάσιμο του καινούριου χρόνου τα φώτα έσβηναν και κάτω απ’ το χαμηλό φως του καντηλιού έσπαζαν το ρόιδο που το φύλαγαν κρεμασμένο στο νταβάνι μέσα στον μσουνταρά μαζί με μηλοκύδωνα, αραποσίτια και φύλλα από καρυδιά για να μοσχοβολάει ο χώρος όλος. Τα σπόρια του ροϊδιού τα σκόρπιζε ο γεροντότερος στις 4 γωνιές της κάθε κάμαρας του σπιτιού μαζί με τον μικρότερο, τον Βενιαμίν της οικογένειας κάνοντας συνάμα και το ποδαρικό.
Η γνώση με την ξεγνοιασιά της ηλικίας εύχονταν υγεία, ευτυχία και αγάπη στο σπιτικό τους για όλη την καινούρια χρονιά.
Κι έρχονταν τα Φώτα κι όπως έλεγαν οι γιαγιάδες, τα καλικαντζαράκια τρύπωναν στις τρύπες τους τώρα που τα νερά θα αγιάζονταν. Το 12ημερο σεργιάνι τους απ’ την παραμονή των Χριστουγέννων, τέλειωνε με το αγίασμα των νερών. Μάλιστα έλεγαν ακόμα πως τέτοιες μέρες δεν έπρεπε να πετάξουν νερά το βράδυ έξω στα κατώφλια των σπιτιών που ήταν από λουσίματα, πλυσίματα στα λιγένια τα τσίγκινα καθώς σαπουνίζονταν οι νοματαίοι με «σπάρτσες» και μοσχοσάπουνα γιατί οι καλικαντζαραίοι θα τους έπαιρναν τη λαλιά τους. Γι’ αυτό και τα παιδιά φοβόνταν να βγουν το πρωί της παραμονής να πουν τα κάλαντα.
Το «σήμερα τα Φώτα και ο Φωτισμός» ακούγονταν αραιά και που στους μαχαλάδες και τα σοκάκια των Γιαννίνων. Περίμεναν να περάσει ο παππάς με το αγίασμα, να πιουν πρώτα αγιασμένο νερό και ύστερα να «ξεπορτίσουν»
Οι εκκλησίες γεμάτες κόσμο. Γυάλινα και χαλκωματένια λαΐνια γέμιζαν με ευλάβεια από αγιασμένο νερό, έπινε όλη η οικογένεια και το υπόλοιπο το φύλαγαν στο εικονοστάσι.
Το αγίασμα οι Γιαννιώτες το είχαν για μεταλαβιά σε βαρεία αρρώστους, ετοιμοθάνατους, όταν δεν προλάβαιναν να φωνάξουν τον παππά της ενορίας να τους μεταλάβει. Το έβαζαν και στο προζύμι για να φουσκώσει το ψωμί, ακόμα δε και στο ξεμάτιασμα. Η πίστη εκείνων των απλών ανθρώπων έκανε θαύματα. Και ήταν πραγματικό θαύμα το γεγονός όταν ανήμερα των Φώτων οι πιστοί κολυμβητές, βουτούσαν στην παγωμένη λίμνη κι έπιαναν τον Σταυρό χωρίς να αρρωσταίνουν ύστερα. Πασαλειμμένοι με μπόλικο λίπος σ’ όλο το κορμί, γλιστρούσαν σαν τα χέλια στα κρύσταλλα των νερών. Τα καΐκια και οι βενζίνες γεμάτες κόσμο, περίμεναν κυκλικά στο Μώλο που πανηγύριζε.
Μουσικές, ψαλμωδίες και ο Σταυρός ρίχνονταν ευλαβικά από το χέρι του Δεσπότη στην κρυσταλλωμένη Παμβώτιδα. Τα παλικάρια του Κάστρου, του Μάτσικα, του Κουρμανιού, της Σιαράβας έκαναν το σταυρό τους και με βαθύ μακροβούτι άρπαζαν το Σταυρό. Εκείνος που τον έπιανε, πήγαινε στον Δεσπότη, τον ευλογούσε και γίνονταν ο ευλογημένος της χρονιάς. Το πλήθος χειροκροτούσε, οι βενζίνες σφύριζαν, τα περιστέρια πετούσαν και η μέρα τελείωνε με την περιφορά του Σταυρού απ’ τον μισόγυμνο ευλογημένο κολυμβητή σ’ όλη την πόλη τη μικρή μέχρι το δειλινό.
Κείνα τα βράδια τα γιορτινά του Δεκέμβρη, τα κρύα, τα χιονισμένα, οι άνθρωποι, οι ζεστοί, οι φιλικοί μαζεύονταν μέσ’ τα μαντζάτα των κεραμιδοσκέπαστων σπιτιών, έψηναν κάστανα στην χόβολη των μαγκαλιών, κουβέντιαζαν μεταξύ τους κι ύστερα πήγαιναν νωρίς να κοιμηθούν για τον αυριανό επιούσιο. Τον αυριανό που ήταν ο ίδιος με τον χθεσινό και η ζωή συνεχίζονταν ήσυχα, ήρεμα κι απλά με ελπίδες κι όνειρα πολλά στη γραφική μας πόλη τότε που οι καιροί και οι άνθρωποι ήταν αρμονικό τραγούδι και η λίμνη με τα Γιάννενα ευωδιαστό τραγούδι…
Αναδημοσίευση από το βιβλίο «σεργιάνι στα περασμένα..»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.