Η απειλητική «σύνοδος» τριών ειδών πληθωρισμού

 

του Κωνσταντίνου Γάτσιου (με τον Δημήτρη Ιωάννου)
Μέρος Α: Η πορεία προς τη «σύνοδο»


Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009 προκλήθηκε από μία ιδιαίτερη μορφή πληθωρισμού: η αύξηση των τιμών δεν αφορούσε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες αλλά μία συγκεκριμένη αγορά, εκείνη των ακινήτων. Από εκεί ξεπήδησαν διάφορα είδη στρεβλώσεων των βασικών οικονομικών μεγεθών, καθώς και μία διαθλαστική αντίληψη της πραγματικότητας από την πλευρά των οικονομικών υποκειμένων για τα αληθή μεγέθη της οικονομίας. (Ιδιαίτερα των ΗΠΑ, αλλά και εκείνης πολλών ευρωπαϊκών χωρών). Οι ιδιοκτήτες δεν αντιλαμβάνονταν πως η χρηματική αποτίμηση των ακινήτων τους ήταν πληθωριστική και για αυτό φαινομενική και πρόσκαιρη και, ως εκ τούτου, αισθάνονταν πλουσιότεροι από ό,τι πραγματικά ήταν, με αποτέλεσμα οι οικονομικές επιλογές τους να μην είναι ορθολογικές. 


Το ίδιο ακριβώς, όμως, συνέβαινε και από την άλλη πλευρά, αυτήν του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με αποτέλεσμα τη δημιουργία όλων εκείνων των «παραγώγων» χρηματοπιστωτικών προϊόντων που στηρίχθηκαν στις υψηλές αξίες των ακινήτων και που στο τέλος έγιναν γνωστά ως «τοξικοί» τίτλοι χρέους, αφ’ ης στιγμής αποδείχθηκε πως δεν «αντικρίζονταν» με αντίστοιχης αξίας εχέγγυα. Ταυτοχρόνως, δηλαδή, με τον πληθωρισμό στην αγορά ακινήτων και ως συνέπεια αυτού, υπήρξε και ένα άλλο είδος πληθωρισμού που αφορούσε στις αξίες των χρηματιστηριακών τίτλων, οι οποίες, όμως, με την σειρά τους, μετά την εκδήλωση της κρίσης αποδείχθηκαν ότι ήταν υπερτιμημένες και κατέληξαν σε μία πολύ έντονη «διόρθωση».


Η  συγκεκριμένη κρίση έκανε εμφανές κάτι το οποίο ήταν μεν γνωστό πλην όμως δεν του δινόταν η αρμόζουσα σημασία: πως ο πληθωρισμός, δηλαδή η κίνηση του μέσου όρου των τιμών, πρέπει να παρακολουθείται και στα τρία επίπεδα και να συνυπολογίζεται με την κίνηση των υπολοίπων βασικών μεγεθών της οικονομίας. Πρώτον, στο επίπεδο της αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών, δεύτερον στο επίπεδο της αγοράς ακινήτων και, τρίτον, στο επίπεδο των χρηματιστηριακών τίτλων.  


Μέχρι το 2008, όμως, η κυρίαρχη ακαδημαϊκή σκέψη, η οποία πρυτάνευε και στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής, θεωρούσε πως σημαντικός ως παράμετρος της οικονομικής πολιτικής είναι μόνο ο πληθωρισμός στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών. Για δε την πορεία των τιμών στις άλλες δύο αγορές, δηλαδή των ακινήτων και των χρηματιστηριακών τίτλων, υποστήριζε πως αυτές καθορίζονται με απόλυτα ορθολογικό τρόπο από τους λήπτες οικονομικών αποφάσεων – ιδιωτών και επιχειρήσεων – στη βάση της διαθέσιμης σε αυτούς πληροφόρησης. Έτσι, για παράδειγμα, μία σημαντική άνοδος των τιμών των ακινήτων ή/και των χρηματιστηριακών τίτλων δεν μπορούσε παρά να οφείλεται στο γεγονός ότι οι οικονομικοί παράγοντες που δραστηριοποιούνται στις εν λόγω αγορές προεξοφλούσαν την οικονομική ανάπτυξη που, από το σύνολο των πληροφοριών που λάμβαναν και επεξεργάζονταν ορθολογικά, διέκριναν ότι βρίσκεται «επί θύραις».  


Χαρακτηριστική του πόσο επίπεδη και αφελής υπήρξε αυτή η κυρίαρχη ακαδημαϊκή και πολιτική προσέγγιση στο πρόβλημα του επιπέδου των τιμών, ήταν η απάντηση την οποία έδωσε ο επικεφαλής, από το 1987 μέχρι το 2006, της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) Άλαν Γκρίνσπαν. Eρωτηθείς, μετά την εκδήλωση της κρίσης, γιατί είχε επιτρέψει τη σταδιακή αναρρίχηση των τιμών στις χρηματιστηριακές αγορές και στις αγορές ακινήτων απάντησε με την περίφημη παρομοίωση πως «δεν μπορείς να χτυπήσεις με μία σφαίρα τρία πουλιά» και πως αυτός διέθετε μόνο μία σφαίρα, το προεξοφλητικό επιτόκιο, το οποίο χρησιμοποίησε αποκλειστικά για να κρατήσει την οικονομία σε υψηλό επίπεδο δραστηριότητας. Μία απάντηση δηλωτική του γεγονότος ότι οι εκπρόσωποι της κυρίαρχης (mainstream) οικονομικής πολιτικής, μέχρι τουλάχιστον τη στιγμή εκείνη, δεν είχαν καν υποψιαστεί ότι θα έπρεπε να τροποποιήσουν, με βάση τα πραγματικά γεγονότα, το κυρίαρχο «υπόδειγμα» ανάλυσης της οικονομικής συγκυρίας και χάραξης της οικονομικής πολιτικής. 


Το κυρίαρχο υπόδειγμα χάραξης οικονομικής πολιτικής τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά ακόμη και σήμερα, στηρίχθηκε εν πολλοίς στην εργαλειοποίηση της θεωρίας της «καμπύλης Phillips», σύμφωνα με την οποία υπάρχει μία αντίστροφη σχέση μεταξύ του επιπέδου τιμών και του επιπέδου ανεργίας, έτσι ώστε να είναι δυνατόν να επιτευχθεί ένας επιθυμητός συγκερασμός ανάμεσα στα δύο αυτά μεγέθη, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, με κύριο εργαλείο το ύψος των επιτοκίων που διαμορφώνει η Κεντρική Τράπεζα. Όταν η οικονομία «υπερθερμαίνεται» και ο πληθωρισμός αυξάνει σε μη αποδεκτά επίπεδα, ακολουθεί αύξηση επιτοκίων που μοιραία οδηγούν σε μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και αύξηση της ανεργίας, ώστε μαζί τους να μειωθεί και το επίπεδο των τιμών. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, στις ΗΠΑ (αλλά και αλλού) μετά τη πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του ’70 που οδήγησε σε διψήφιο πληθωρισμό. Η άνοδος των επιτοκίων τότε και η αύξηση της ανεργίας, μέχρι την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, συνδέθηκαν με τον επικεφαλής της Fed, Πολ Βόλκερ. Όταν, αντιθέτως, το επίπεδο ανεργίας βρίσκεται σε μη αποδεκτά επίπεδα τότε ακολουθείται η αντίστροφη πορεία μείωσης των επιτοκίων, αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας, αύξησης του πληθωρισμού και μείωσης της ανεργίας. Αυτήν την πολιτική επαγγέλλεται σήμερα ο Τζερόμ Πάουελ, επικεφαλής της Fed, και η Κριστίν Λαγκάρντ, επικεφαλής της ΕΚΤ: δηλώνουν διατεθειμένοι να ανεχτούν μία άνοδο του πληθωρισμού πάνω από τον μακροχρόνιο στόχο του 2% που οι ίδιοι έχουν θέσει, με στόχο την αντιμετώπιση της ανεργίας που προκλήθηκε από την κρίση της πανδημίας.


Η αντίπαλη θεωρία του  «φυσικού ποσοστού  ανεργίας» (natural rate of unemployment) την οποία ανέπτυξε o Μίλτον Φρίντμαν υποστηρίζει πως «μακροχρονίως», καθώς η οικονομία προσεγγίζει το «φυσικό ποσοστό ανεργίας», η σχέση που υποδεικνύει η «καμπύλη Phillips» καταρρέει: κάθε προσπάθεια περαιτέρω μείωσης του επιπέδου ανεργίας μέσω της τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας το μόνο που καταφέρνει είναι η αύξηση του πληθωρισμού. Ακόμη και αν ο Φρίντμαν, βρήκε πολλούς υποστηρικτές μεταξύ των σχεδιαστών της οικονομικής πολιτικής για τη θεωρία του, εν τούτοις, η αποδοχή της πρότασής του σε θεωρητικό επίπεδο δεν είχε κάποιες πρακτικές συνέπειες. Μέχρι την κρίση του 2008, η «καμπύλη Phillips» συνέχισε να είναι ένα χρήσιμο και αποτελεσματικό εργαλείο ανάλυσης και αυτό για τον απλό λόγο ότι οι νομισματικές και δημοσιονομικές αρχές δεν επέτρεπαν ποτέ (με εξαίρεση ίσως μία μικρή περίοδο στην δεκαετία του 1970) να υπάρξει «μακροχρόνια» προσπάθεια (περαιτέρω) μείωσης της ανεργίας μέσω υψηλότερου πληθωρισμού. Όταν εκδηλώνονταν πληθωριστικές πιέσεις, η οικονομική πολιτική στρεφόταν προς την καταστολή τους, αποτρέποντας την ενδεχόμενη εμφάνιση των «μακροχρονίων» πληθωριστικών φαινομένων που περιέγραφε ο Φρίντμαν: ήταν, υπό την έννοια αυτή, σαν η «καμπύλη Phillips» να «μηδένιζε» το χρονόμετρό της. 


Ακριβώς για τον λόγο αυτόν, λοιπόν, μέχρι το 2008 η τυπολογία των κρίσεων που είχε να προτείνει η οικονομική θεωρία, αλλά και η πρακτική «σοφία» των επιτελών της οικονομικής πολιτικής, ήταν πολύ περιορισμένη και αποτελούνταν από μόνο δύο είδη κρίσεων: την εν πολλοίς «ανεξήγητη», μιας και δεν υπάρχει ομοφωνία για τα αίτιά της, μεγάλη κρίση του 1929, και τις μετέπειτα κρίσεις, πολύ-πολύ μικρότερες σε έκταση και σχετικά ελεγχόμενες από τις νομισματικές και δημοσιονομικές αρχές, με βάση τα προτάγματα της θεωρίας της «καμπύλης Phillips». 


Όμως, οι μετά το 2008 εξελίξεις κυρίως στην οικονομία των ΗΠΑ, δείχνουν έναν κόσμο διαφορετικό εκείνου της «καμπύλης Phillips» αλλά, επίσης, και της θεωρίας του Φρίντμαν περί «φυσικού ποσοστού ανεργίας». Είναι γνωστό ότι για να μη διαχυθεί η κρίση από την αγορά ακινήτων και από την χρηματοοικονομική σφαίρα σε εκείνη της πραγματικής οικονομίας, ακολουθήθηκε μία πρωτοφανής, για τα μέχρι τότε δεδομένα, πολιτική δημοσιονομικής επέκτασης, πιστωτικής επέκτασης και χαμηλών επιτοκίων. Πράγματι, τα χειρότερα αποφεύχθηκαν και η οικονομία ανέκαμψε. Με μεγάλη, όμως, έκπληξη όλοι παρατηρούσαν ότι, από το 2008 μέχρι την εμφάνιση της πανδημίας στις αρχές του 2020, στην οικονομία των ΗΠΑ, παρά την μείωση της ανεργίας σε πρωτοφανή επίπεδα κάτω και από το 4% (ποσοστό που θεωρούνταν ως το ελάχιστο δυνατόν «φυσικό ποσοστό ανεργίας» πέραν του οποίου ο πληθωρισμός επιταχύνεται), ο πληθωρισμός παρέμενε αναιμικός, κοντά στο 2%. 


Και για μεν τα πρώτα χρόνια της κρίσης ο λόγος για το παράδοξο αυτό, αν και αργοπορημένα, έγινε τελικά κατανοητός: η πιστωτική επέκταση μέσω της μεγέθυνσης του ισολογισμού των Κεντρικών Τραπεζών και η ανάλογη αύξηση των διαθεσίμων των εμπορικών τραπεζών, δηλαδή η διόγκωση της νομισματικής βάσης της οικονομίας, δεν επέφερε αύξηση της προσφοράς χρήματος για τον απλό λόγο πως η ταχύτητα της κυκλοφορίας του μειώθηκε κατ’ αντίστροφη αναλογία: την επαύριο της κρίσης ούτε τα νοικοκυριά, ούτε οι επιχειρήσεις ζητούσαν δάνεια που θα επέτρεπαν στις εμπορικές τράπεζες να «δημιουργήσουν» νέο χρήμα, διεγείροντας έτσι πληθωριστικές πιέσεις. Όμως, από το 2010 και μετά η οικονομία των ΗΠΑ εισήλθε σε πορεία ανάκαμψης, η οποία ουσιαστικά διατηρήθηκε μέχρι την εκδήλωση της πανδημίας, στις αρχές του 2020. Η ανεργία μειώθηκε έως το 3,5%, πλην όμως ο πληθωρισμός παρέμεινε πλήρως υποτονικός! Και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να το εξηγήσει ούτε η θεωρία της «καμπύλης Phillips» αλλά ούτε και η θεωρία του «φυσικού ποσοστού ανεργίας», γιατί 10 έτη ανάπτυξης είναι μία περίοδος που πληροί απολύτως  τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί «μακροχρόνια». Απέναντι σε αυτό το ερμηνευτικό αδιέξοδο η ακαδημαϊκή θεωρία, αμήχανα, επιστράτευσε την ερμηνεία των «εμπεδωμένων προσδοκιών χαμηλού πληθωρισμού», που συνιστά εν προκειμένω περισσότερο μία ταυτολογία παρά μία ερμηνεία. 


Πληθωρισμός, όμως, δεν εκδηλώθηκε ούτε και στην συνέχεια κατά την αντιμετώπιση της χειρότερης μετά την «ισπανική γρίπη» πανδημίας, αυτής του Covid-19, που οδήγησε αναπόδραστα σε συντριπτικά μεγαλύτερη πιστωτική χαλάρωση και δημοσιονομική επέκταση εκείνης του 2008, οδηγώντας ακόμη και σε αρνητικά πραγματικά επιτόκια. Πληθωρισμός, όμως, και πάλι δεν υπήρξε – αντίθετα υπήρξαν φαινόμενα αντιπληθωρισμού, δηλαδή γενικευμένης μείωσης των τιμών. Εν προκειμένω, πάντως, αντιλαμβανόμαστε πως ο πληθωρισμός τιθασεύτηκε από τα ίδια τα χαρακτηριστικά της κρίσης πανδημίας: από τον εγκλεισμό των ανθρώπων και το «πάγωμα» της οικονομικής δραστηριότητας.


Το ερώτημα που εγείρεται, όμως, και αρχίζει να γίνεται αισθητό και στην κίνηση που έχουν πρόσφατα οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ, είναι το κατά πόσο μπορεί να διαρκέσει αυτή η αφύσικη κατάσταση τιθασευμένου πληθωρισμού; 


Μέρος Β: Η επικείμενη «σύνοδος»


Ήδη, στην οικονομία των ΗΠΑ, ο πληθωρισμός στις δύο από τις τρεις κύριες αγορές, δηλαδή στην αγορά των χρηματιστηριακών τίτλων και στην αγορά των ακινήτων, βρίσκεται πάλι σε πολύ υψηλά έως εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Πρώτα, η αγορά ακινήτων έχει αρχίσει να «κινείται» στις περισσότερες από τις αναπτυγμένες οικονομίες, ιδιαιτέρως δε στις ΗΠΑ, με ισχυρά ανοδικούς ρυθμούς που θυμίζουν την περίοδο πριν από το 2008. 


Το πληθωριστικό φαινόμενο είναι ακόμη περισσότερο έκδηλο στις χρηματιστηριακές αγορές των ΗΠΑ, οι οποίες δείχνουν να έχουν πλήρως αποκοπεί από τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομικής δραστηριότητας. Παρά τις επιπτώσεις της πανδημίας, συνέχισαν να κινούνται ανοδικά φτάνοντας σε στρατοσφαιρικά επίπεδα, επηρεασμένες από την αδιάκοπη νομισματική επέκταση με την οποία έγινε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η αναγκαστική απραξία μεγάλου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας που επέβαλε η αντιμετώπιση της πανδημίας. Ο όρος «νομισματική επέκταση» εμπεριέχει, πέραν της πιστωτικής, επιπλέον και τη δημοσιονομική επέκταση, δοθέντος ότι στο μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδοτείται μέσω της «ποσοτικής διευκόλυνσης» (quantitative easing), δηλαδή μέσω της συνεχούς αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας. 


Αποτέλεσμα, βεβαίως, είναι να παρατηρούνται φαινόμενα τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την, υποτιθέμενη από την κρατούσα θεωρία, ορθολογική συμπεριφορά των οικονομικών υποκειμένων. Δηλαδή, για παράδειγμα, η δημοσιοποίηση αρνητικών στοιχείων για την περαιτέρω πορεία της πραγματικής οικονομίας (π.χ. η μείωση της ανεργίας στις ΗΠΑ να είναι χαμηλότερη από τις προσδοκίες), οδηγεί το χρηματιστήριο να εξακοντίζεται σε νέα ύψη με καθαρά κερδοσκοπικά κίνητρα, διότι όλοι αντιλαμβάνονται ότι εφόσον η ανεργία δεν μειώθηκε σημαντικά η πιστωτική επέκταση θα συνεχιστεί! Αυτό είναι προφανές ότι αποτελεί μία εντελώς στρεβλωτική συμπεριφορά η οποία μεσοπρόθεσμα, εάν όχι βραχυπρόθεσμα, δε μπορεί να μείνει χωρίς συνέπειες.


Όμως, το πιο σημαντικό ερώτημα που πλανάται εδώ και λίγους μήνες σε όλους τους οικονομολόγους είναι εάν, πέρα από τον πληθωρισμό στις αγορές των χρηματιστηριακών τίτλων και των ακινήτων, θα υπάρξει πληθωρισμός και στην αγορά των προϊόντων και των υπηρεσιών. Η ανησυχία αυτή οφείλεται σε προφανείς λόγους: στο γεγονός ότι με την επάνοδο στην κανονικότητα, όταν πλέον η πανδημία θα έχει τεθεί υπό έλεγχο, θα υπάρξουν πληθωριστικές πιέσεις και από την πλευρά της ζήτησης και από την πλευρά της προσφοράς. 


Η ζήτηση, χωρίς αμφιβολία, θα είναι αυξημένη λόγω της μεγάλης πιστωτικής και δημοσιονομικής επέκτασης που ένα σημαντικό μέρος της, με την μορφή των εισοδηματικών και επιχειρηματικών ενισχύσεων, κατέληξε στα χαρτοφυλάκια τόσο των καταναλωτών όσο και των επιχειρήσεων χωρίς να είναι δυνατόν, σε μεγάλο βαθμό, να χρησιμοποιηθεί στην διάρκεια της πανδημίας. Από την πλευρά της προσφοράς, επίσης, θα υπάρξουν προβλήματα διότι, όπως όλοι γνωρίζουν, στην διάρκεια της πανδημίας λόγω διακοπών ή δυσχερειών στις «εφοδιαστικές αλυσίδες» δημιουργήθηκαν σημαντικές συμφορήσεις (bottlenecks). Επιπλέον, δεν έχουν διασωθεί ή δε θα διασωθούν όλες οι επιχειρήσεις που υπήρχαν πριν την κρίση και αυτό σημαίνει πως η παραγωγική δυναμικότητα της παγκόσμιας οικονομίας έχει μειωθεί. Αποτέλεσμα είναι πως η προσφορά σε πολλούς κλάδους δε μπορεί να ανταποκριθεί στη ζήτηση. Τέλος, παρατηρείται αύξηση των τιμών των πρώτων υλών παγκοσμίως, ενώ οι ναύλοι των εμπορικών πλοίων και, γενικότερα, οι μεταφορικές δαπάνες έχουν επίσης ιδιαιτέρως αυξηθεί. Από τον συνδυασμό όλων αυτών των παραγόντων, εύλογο είναι να προκύπτει ο φόβος δημιουργίας ενός ισχυρού πληθωριστικού φαινομένου στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών. 


Στην πραγματικότητα, οι ανησυχίες για πληθωριστική αύξηση έχουν πάρει τη μορφή βεβαιότητας και η συζήτηση, ειδικά στις ΗΠΑ, αφορά όχι στο αν τελικά θα υπάρξει αλλά στο τι διαστάσεις θα λάβει και κατά πόσο θα είναι παροδική ή πιο μόνιμη. 


Η Fed εκπροσωπεί την «αισιόδοξη» άποψη πως το φαινόμενο θα είναι παροδικό και θα έχει, μάλιστα, ευεργετικές επιπτώσεις διότι θα θεραπεύσει κάποια από τα δεινά που προκάλεσε η προηγηθείσα «αντιπληθωριστική» περίοδος. Είναι, βέβαια, απορίας άξιο πώς είναι δυνατόν, σύμφωνα με τις επίσημες προβλέψεις, η οικονομία των ΗΠΑ να αναπτυχθεί το 2021 με ρυθμό 6,5%, η ανεργία να μειωθεί στο 4,5% και, ταυτόχρονα, η Κεντρική Τράπεζα να συνεχίσει να κρατάει τα επιτόκια στο μηδέν και να αγοράζει ετησίως ομόλογα ύψους 1,4 τρισ. δολαρίων, χωρίς αυτό να έχει καμία σημαντική, παρά μόνο μία μεταβατική επίπτωση στον πληθωρισμό, ο οποίος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κ. Πάουελ, μπορεί μεν να σκαρφαλώσει σημαντικά πάνω από το 2% αλλά μόνο για κάποιο «μικρό» διάστημα, ενώ στη συνέχεια με κάποιο μαγικό τρόπο θα επιστρέψει στον στόχο του 2%, χωρίς να χρειαστεί να αυξηθούν τα επιτόκια ούτε το 2021, ούτε το 2022, ούτε το 2023 αλλά το 2024! Και, μάλιστα, όταν την ίδια στιγμή η δημοσιονομική επέκταση από τη μεριά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης σχεδιάζεται να φτάσει στα 6 τρις δολάρια ή στο 25% του ΑΕΠ της χώρας.


Πέραν όμως αυτών, υπάρχει κάτι θεμελιωδώς κρισιμότερο. Η αισιόδοξη οπτική της Fed μάλλον παραβλέπει μία ιδιαίτερα σημαντική παράμετρο: εάν υπάρξει πληθωριστική αύξηση θα είναι, ίσως, η πρώτη φορά στην ιστορία που ο πληθωρισμός θα εκδηλώνεται και στις τρεις αγορές ταυτοχρόνως. Δηλαδή και στους χρηματιστηριακούς τίτλους και στα ακίνητα και στα αγαθά/υπηρεσίες. Σε μία τέτοια περίπτωση κανείς δε μπορεί να είναι βέβαιος για το ποιες θα είναι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των τριών αυτών αγορών και οι συνεπαγόμενες επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα. Είναι εξαιρετικά πιθανό πως από τις αλληλεπιδράσεις αυτές θα προκύψει μία οικονομική κρίση η οποία μάλλον θα είναι ενός νέου τύπου και διαφορετική, τόσο από εκείνη του 1929 όσο και από τις – συγκριτικά, ελάσσονες –  κρίσεις της μεταπολεμικής περιόδου, αλλά και της εποχής της χαμηλής μακροοικονομικής μεταβλητότητας από το 1980 και μετά (τη λεγόμενη περίοδο του great moderation). 


Η εμπειρία του 2008 άνοιξε τους ορίζοντες της οικονομικής σκέψης επιτρέποντάς της να αντιληφθεί ότι μία κρίση είναι δυνατόν να προκύψει από έναν πολύ μεγαλύτερο συνδυασμό παραγόντων από ό,τι πιστευόταν έως τότε. Και να αντιληφθεί, επίσης, ότι η εξέλιξη και οι διαστάσεις που μπορεί να λάβει μία κρίση δεν είναι προκαθορισμένες. Η κατάλληλη οικονομική πολιτική μπορεί να μειώσει τις επιπτώσεις της, όπως πράγματι συνέβη το 2008 όταν, χάρη στις έγκαιρες παρεμβάσεις των νομισματικών και των δημοσιονομικών αρχών, αποφεύχθηκε μία επανάληψη του 1929. Στην παρούσα συγκυρία, όμως, που υπάρχει ο κίνδυνος να εμφανιστεί μία κρίση νέου τύπου (την οποία θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «κρίση των τριών πληθωρισμών»), διαφαίνεται ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα όσον αφορά την αντιμετώπισή της από την πλευρά της οικονομικής πολιτικής.


Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι «τώρα» δε θα υπάρχει η δυνατότητα να επαναληφθούν οι απαντήσεις που δόθηκαν το 2008, διότι τα «πυρομαχικά» της νομισματικής πολιτικής έχουν σχεδόν εξαντληθεί. Από την στιγμή που τα επιτόκια έχουν καθηλωθεί στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα δεν υπάρχει περιθώριο ουσιαστικής περαιτέρω μείωσής τους, ενώ ο πληθωρισμός θα τα ωθήσει αναπότρεπτα προς την άνοδο.  Γενικότερα, το όπλο της «ποσοτικής διευκόλυνσης», (λόγω της κατάχρησής του από τις νομισματικές αρχές και της αδυναμίας τους να σταματήσουν τη σχετική πρακτική, αφ’ ης στιγμής ο αρχικός στόχος τής αποτροπής μίας μεγάλης καταστροφικής ύφεσης είχε επιτευχθεί), έχει πλέον αχρηστευθεί και είναι πολύ δύσκολο να σκεφτεί κανείς τι άλλο απομένει στο οπλοστάσιο της νομισματικής πολιτικής για να αντιμετωπισθεί μία νέα μείζων κρίση, με πρωτόγνωρα, ενδεχομένως, χαρακτηριστικά. Το ίδιο βεβαίως θα μπορούσε να αναφερθεί και όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική. Ειδικά, μάλιστα, στην περίπτωση που το πρόβλημα, τουλάχιστον σε μία αρχική φάση,  δεν θα είναι η περιορισμένη ζήτηση αλλά, εν πολλοίς, ο συνδυασμός μίας εκρηκτικής ζήτησης με μία ανεπαρκή και «ακριβή» προσφορά. 


Σε ένα τέτοιο δύσκολο και δύσβατο οικονομικό περιβάλλον, σε μία «ζώνη καταιγίδων» που πιθανότατα θα δημιουργηθεί από την πρωτόγνωρη «σύνοδο» των τριών ειδών πληθωρισμού, το μόνο βέβαιο είναι πως η οικονομική σκέψη θα πρέπει να αναζητήσει καινούργια εργαλεία οικονομικής πολιτικής τα οποία, μέχρι σήμερα, δε βρίσκονται μέσα στο πεδίο των προβληματισμών και των αναλύσεών της. 


Σημ.Το άρθρο δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες, στις 10 και 11 Ιουνίου, στη διαδικτυακή εφημερίδα «Οικονομικός Ταχυδρόμος». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

ΒΙΝΤΕΟ

[ΒΙΝΤΕΟ][bsummary]

ΘΕΜΑ

[ΘΕΜΑ][bsummary]

ΥΓΕΙΑ

[ΥΓΕΙΑ][twocolumns]

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

[ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ][twocolumns]